ΕΚ ΤΩΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ

10,60 

Θαρρώ πως δεν υπήρξε αθηναϊκό σπίτι που να άνοιξε τη δεκαετία του ’50 -τονίζω τη δεκαετία ως ξεκίνημα των νέων νοικοκυριών μετά από την αφάνεια των πολέμων- και να μην είχε έστω ένα κομμάτι σκυριανού επίπλου. Ντελικάτα, ξύλινα, λίγο ή περισσότερο σκαλιστά ή σε ίσια γραμμή καθιστικά και τραπεζάκια επίπλωσαν χυτά τα πρώτα ελπιδοφόρα χρόνια εξυπηρετώντας την οικογένεια αξιοπρεπώς. Χωρίς τίποτα εξεζητημένο, σε τέλειες μεταξύ τους αναλογίες, σταθερά αλλά χωρίς ιδιαίτερο όγκο ούτε περιττά καλύμματα να τα σκεπάζουν, φάνταζαν μέσα στο χώρο μόνο με τη στιλπνάδα του φυσικού τους λούστρου, σκούρο καφέ ή μαύρο. μαύρη μουριά συνήθως η πρώτη ύλη: το ξύλο της, που με τον καιρό παίρνει αυτό το χρώμα, γερό κι ανθεκτικό στο σαράκι, έχει αντίθετα φλοιό μαλακό και εύκολα κατεργάσιμο. Έτσι μας έμειναν γνωστά για τα χειροποίητα σκαλίσματά τους, τα απλά εκείνα μοτίβα που διατρέχουν επαναλαμβανόμενα την πάνω και εξωτερική επιφάνεια του τραπεζιού, την πλάτη ή τα μπράτσα μιας πολυθρόνας. Μικρά οβάλ αβαθή βαθουλώματα στην αφή -σα να τα έχεις μόλις ζουλήξει με το δάχτυλο ο ίδιος εσύ- τρέχουν ευχάριστα στο χέρι σαν χάντρες κομπολογιού και με τα πισωγυρίσματα δεν τελειώνουν ποτέ. Στο μάτι πάλι, καθώς το φως σκαλώνει πάνω τους αφήνει τον ίσκιο να μοιάζει με πούπουλο, το πτέρωμα του δικέφαλου που στολίζει διακριτικά την πλάτη. Στην “παΐδα”, την πλάτη όπως τη λένε οι Σκυριανοί μαστόροι, ο αετός ανοίγει τις φτερούγες του προστατευτικά και σου καλύπτει τα νώτα με ασφάλεια. […] (Από “Τα Παρακοιμώμενα”)

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

Κωδικός προϊόντος: 9786185248239 Κατηγορία:

Περιγραφή

Θαρρώ πως δεν υπήρξε αθηναϊκό σπίτι που να άνοιξε τη δεκαετία του ’50 -τονίζω τη δεκαετία ως ξεκίνημα των νέων νοικοκυριών μετά από την αφάνεια των πολέμων- και να μην είχε έστω ένα κομμάτι σκυριανού επίπλου. Ντελικάτα, ξύλινα, λίγο ή περισσότερο σκαλιστά ή σε ίσια γραμμή καθιστικά και τραπεζάκια επίπλωσαν χυτά τα πρώτα ελπιδοφόρα χρόνια εξυπηρετώντας την οικογένεια αξιοπρεπώς. Χωρίς τίποτα εξεζητημένο, σε τέλειες μεταξύ τους αναλογίες, σταθερά αλλά χωρίς ιδιαίτερο όγκο ούτε περιττά καλύμματα να τα σκεπάζουν, φάνταζαν μέσα στο χώρο μόνο με τη στιλπνάδα του φυσικού τους λούστρου, σκούρο καφέ ή μαύρο. μαύρη μουριά συνήθως η πρώτη ύλη: το ξύλο της, που με τον καιρό παίρνει αυτό το χρώμα, γερό κι ανθεκτικό στο σαράκι, έχει αντίθετα φλοιό μαλακό και εύκολα κατεργάσιμο. Έτσι μας έμειναν γνωστά για τα χειροποίητα σκαλίσματά τους, τα απλά εκείνα μοτίβα που διατρέχουν επαναλαμβανόμενα την πάνω και εξωτερική επιφάνεια του τραπεζιού, την πλάτη ή τα μπράτσα μιας πολυθρόνας. Μικρά οβάλ αβαθή βαθουλώματα στην αφή -σα να τα έχεις μόλις ζουλήξει με το δάχτυλο ο ίδιος εσύ- τρέχουν ευχάριστα στο χέρι σαν χάντρες κομπολογιού και με τα πισωγυρίσματα δεν τελειώνουν ποτέ. Στο μάτι πάλι, καθώς το φως σκαλώνει πάνω τους αφήνει τον ίσκιο να μοιάζει με πούπουλο, το πτέρωμα του δικέφαλου που στολίζει διακριτικά την πλάτη. Στην “παΐδα”, την πλάτη όπως τη λένε οι Σκυριανοί μαστόροι, ο αετός ανοίγει τις φτερούγες του προστατευτικά και σου καλύπτει τα νώτα με ασφάλεια. […] (Από “Τα Παρακοιμώμενα”)
 

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Έτος

ISBN

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Άλλα