Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΤΑΪΖΕ ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ

12,72 

Ο Μύρος, «περιπλανώμενος Έλληνας», είναι υπαρκτό πρόσωπο. Δε χρειάστηκε να πλάσω γύρω του ψεύτικες καταστάσεις και γεγονότα· όσα έζησε και τράβηξε ο άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια, όσα ζήσαμε όλοι μας μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια, φτάνουν και περισσεύουν για να γραφτούν οι πιο απίστευτες ιστορίες. Η Κασσάνδρα, αυτή η παράξενη μαυροφόρα κοπέλα που, στα χρόνια της δικτατορίας, αντιστάθηκε μονάχη της στο γενικό ξεπεσμό και στη δουλοπρέπεια, υπάρχει και ζει ακόμα στο νησί της, σε μια ερημιά. Λένε πως δεν έχει ακόμα θεραπευτεί από την τρέλα της· σηκώνεται τις νύχτες και βγαίνει στους δρόμους, μπήγει φωνές, ξυπνάει τους ανθρώπους.

Τον Προκόπη, το Μικρασιάτη καφετζή, τον είδα για τελευταία φορά πριν μερικά χρόνια. Το μαγαζάκι του έχει γίνει «μπουτίκ» για τουρίστες κι οι ναργιλέδες του, μ’ ένα δάχτυλο σκόνη, βρίσκονται σε μια προθήκη ενός μουσείου λαϊκής τέχνης. Ο Πορφύρης, ο χτίστης, έχει τυλίξει τα εργαλεία του σε μια λινάτσα· δε δουλεύει πια, δεν καταδέχεται να βρωμίσει τα χέρια του με τα πετρέλαια και τα γράσα της μπετονιέρας. Όσο για την κυρα-Μαρία, την όμορφη ταβερνιάρισσα, καλά έκανε κι αυτοκτόνησε. Τι να τα ‘κανε τα βαρέλια της; Τα ξενόφερτα νερομπούλια που πίνουμε σήμερα πουλιούνται σε μπουκάλια.

Η μάνα του Μύρου ζει ακόμα, περιποιείται τις γλάστρες και τα δεντράκια του κήπου της, σκαλίζει και ποτίζει τη γη, νοιάζεται τις τριανταφυλλιές της που τώρα τελευταία άνθισαν πάλι. Κρατάει, λοιπόν, ακόμα η Ελλάδα.

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

Κωδικός προϊόντος: 9789600310245 Κατηγορία:

Περιγραφή

Ο Μύρος, «περιπλανώμενος Έλληνας», είναι υπαρκτό πρόσωπο. Δε χρειάστηκε να πλάσω γύρω του ψεύτικες καταστάσεις και γεγονότα· όσα έζησε και τράβηξε ο άνθρωπος που τάιζε τα περιστέρια, όσα ζήσαμε όλοι μας μέσα στα τελευταία είκοσι χρόνια, φτάνουν και περισσεύουν για να γραφτούν οι πιο απίστευτες ιστορίες. Η Κασσάνδρα, αυτή η παράξενη μαυροφόρα κοπέλα που, στα χρόνια της δικτατορίας, αντιστάθηκε μονάχη της στο γενικό ξεπεσμό και στη δουλοπρέπεια, υπάρχει και ζει ακόμα στο νησί της, σε μια ερημιά. Λένε πως δεν έχει ακόμα θεραπευτεί από την τρέλα της· σηκώνεται τις νύχτες και βγαίνει στους δρόμους, μπήγει φωνές, ξυπνάει τους ανθρώπους.

Τον Προκόπη, το Μικρασιάτη καφετζή, τον είδα για τελευταία φορά πριν μερικά χρόνια. Το μαγαζάκι του έχει γίνει «μπουτίκ» για τουρίστες κι οι ναργιλέδες του, μ’ ένα δάχτυλο σκόνη, βρίσκονται σε μια προθήκη ενός μουσείου λαϊκής τέχνης. Ο Πορφύρης, ο χτίστης, έχει τυλίξει τα εργαλεία του σε μια λινάτσα· δε δουλεύει πια, δεν καταδέχεται να βρωμίσει τα χέρια του με τα πετρέλαια και τα γράσα της μπετονιέρας. Όσο για την κυρα-Μαρία, την όμορφη ταβερνιάρισσα, καλά έκανε κι αυτοκτόνησε. Τι να τα ‘κανε τα βαρέλια της; Τα ξενόφερτα νερομπούλια που πίνουμε σήμερα πουλιούνται σε μπουκάλια.

Η μάνα του Μύρου ζει ακόμα, περιποιείται τις γλάστρες και τα δεντράκια του κήπου της, σκαλίζει και ποτίζει τη γη, νοιάζεται τις τριανταφυλλιές της που τώρα τελευταία άνθισαν πάλι. Κρατάει, λοιπόν, ακόμα η Ελλάδα.

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Επιμέλεια

Έτος

ISBN

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Έκπτωση Προμηθευτή