ΚΑΡΚΙΝΟΣ

11,00 

Με το που γύρισα από τη Σκύρο τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, έτρεξα αμέσως σε μια άλλη κλινική -μάθαινα από γνωστούς νέα του στο νησί- όπου τον είχαν πάει, γιατί πλησίαζε το τέλος του. Με υποδέχτηκε μια ηλικιωμένη γυναίκα, μαυροντυμένη, που μου συστήθηκε ως η μεγάλη του αδελφή (ο φίλος μου ήταν μοναχογιός) και σε μιαν άκρη, πάνω σε μια καρέκλα, καθόταν μια ακόμα μαυροφορεμένη γριά, ένα χούφταλο, πάνω από τα ενενήντα της. “Η μάνα μας”, μου ψιθύρισε η αδελφή του. Εν τω μεταξύ είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο που είχε στείλει για τύπωμα. Ο φίλος μου βρισκόταν βυθισμένος στο κρεβάτι του μ’ έναν ορό στο χέρι. Τον χάιδεψα, του φίλησα το μέτωπο και ζαλισμένος, άνοιξε τα μάτια του. Μόλις με αναγνώρισε, έβγαλε μια αδύνατη φωνή χαράς, ένα “χα, χα, ήρθες;”. “Ήρθα”, του είπα, “για να μου πεις αν σ’ άρεσε και πόσο χάρηκες για το καινούργιο σου βιβλίο που από το ίντερνετ έμαθα πως κυκλοφόρησε εδώ και δυο βδομάδες.” Με κοίταζε σαν χαμένος. “Δεν σου το έφεραν; Κανείς;” Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. […] Όταν του το πήγα, το έπιασε στα χέρια του, μια σπίθα χαράς άστραψε στα μάτια του, που τα έκλεισε όμως γρήγορα πάλι. Ανοίγοντας σιγανά την πόρτα του θαλάμου για να φύγω, γύρισα το κεφάλι μου και είδα πάνω στις δυο καρέκλες δυο μαυροφορεμένες φιγούρες, σαν σκιές, να περιμένουν τον θάνατο του παιδιού και αδελφού τους. Ο φίλος μου πέθανε στα εβδομήντα πέντε του χρόνια, δυο μέρες αργότερα. Ήταν έντεκα Σεπτεμβρίου του 2010.
Στην κηδεία του κόσμος πολύς. Συγγενείς, φίλοι και σχεδόν όλοι οι συνάδελφοί του και αρκετοί φοιτητές. Μεταξύ των συναδέλφων και οι δύο πρώην αγαπημένες του φοιτήτριες. Εκείνη, μάλιστα, η πιο ξεχωριστή, διάβασε και έναν ωραίο επικήδειο, που αργότερα δημοσίευσε. Ακολούθησε κι ένα συνέδριο αφιερωμένο στη μνήμη του, τον Νοέμβριο του 2011. Είπα κι εγώ λίγα λόγια για τη γνωριμία μας. Η δική μου, όμως, μνήμη παραμένει κολλημένη στις δύο μαυροφορεμένες φιγούρες, αυτές τις σκιές που βρίσκονταν δίπλα του τη στιγμή της αποδημίας του.

Στηριζόμενες σε αληθινά γεγονότα, οι διηγήσεις του μάχιμου γιατρού Περικλή Σφυρίδη αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο, χωρίς να υποκύπτουν στις σειρήνες της δραματοποίησης, όλες τις πτυχές της σοβαρής ασθένειας, αλλά και άλλων, αντιπροσωπευτικών της εποχής μας. Από τον πόνο, την αγωνία και την ελπίδα των ασθενών, των δικών τους και των γιατρών, μέχρι τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τις στρεβλώσεις ενός δημόσιου και ιδιωτικού συστήματος υγείας, ο Περικλής Σφυρίδης, με τη γνώση που του προσφέρει η εμπειρία δεκαετιών στα δημόσια νοσοκομεία, αλλά και τη δύναμη της λογοτεχνικής γραφής, σκιαγραφεί τα ήθη μιας ολόκληρης κοινωνίας και εποχής.

Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας

Κωδικός προϊόντος: 9789600517255 Κατηγορία:

Περιγραφή

Με το που γύρισα από τη Σκύρο τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη, έτρεξα αμέσως σε μια άλλη κλινική -μάθαινα από γνωστούς νέα του στο νησί- όπου τον είχαν πάει, γιατί πλησίαζε το τέλος του. Με υποδέχτηκε μια ηλικιωμένη γυναίκα, μαυροντυμένη, που μου συστήθηκε ως η μεγάλη του αδελφή (ο φίλος μου ήταν μοναχογιός) και σε μιαν άκρη, πάνω σε μια καρέκλα, καθόταν μια ακόμα μαυροφορεμένη γριά, ένα χούφταλο, πάνω από τα ενενήντα της. “Η μάνα μας”, μου ψιθύρισε η αδελφή του. Εν τω μεταξύ είχε κυκλοφορήσει το βιβλίο που είχε στείλει για τύπωμα. Ο φίλος μου βρισκόταν βυθισμένος στο κρεβάτι του μ’ έναν ορό στο χέρι. Τον χάιδεψα, του φίλησα το μέτωπο και ζαλισμένος, άνοιξε τα μάτια του. Μόλις με αναγνώρισε, έβγαλε μια αδύνατη φωνή χαράς, ένα “χα, χα, ήρθες;”. “Ήρθα”, του είπα, “για να μου πεις αν σ’ άρεσε και πόσο χάρηκες για το καινούργιο σου βιβλίο που από το ίντερνετ έμαθα πως κυκλοφόρησε εδώ και δυο βδομάδες.” Με κοίταζε σαν χαμένος. “Δεν σου το έφεραν; Κανείς;” Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. […] Όταν του το πήγα, το έπιασε στα χέρια του, μια σπίθα χαράς άστραψε στα μάτια του, που τα έκλεισε όμως γρήγορα πάλι. Ανοίγοντας σιγανά την πόρτα του θαλάμου για να φύγω, γύρισα το κεφάλι μου και είδα πάνω στις δυο καρέκλες δυο μαυροφορεμένες φιγούρες, σαν σκιές, να περιμένουν τον θάνατο του παιδιού και αδελφού τους. Ο φίλος μου πέθανε στα εβδομήντα πέντε του χρόνια, δυο μέρες αργότερα. Ήταν έντεκα Σεπτεμβρίου του 2010. 
Στην κηδεία του κόσμος πολύς. Συγγενείς, φίλοι και σχεδόν όλοι οι συνάδελφοί του και αρκετοί φοιτητές. Μεταξύ των συναδέλφων και οι δύο πρώην αγαπημένες του φοιτήτριες. Εκείνη, μάλιστα, η πιο ξεχωριστή, διάβασε και έναν ωραίο επικήδειο, που αργότερα δημοσίευσε. Ακολούθησε κι ένα συνέδριο αφιερωμένο στη μνήμη του, τον Νοέμβριο του 2011. Είπα κι εγώ λίγα λόγια για τη γνωριμία μας. Η δική μου, όμως, μνήμη παραμένει κολλημένη στις δύο μαυροφορεμένες φιγούρες, αυτές τις σκιές που βρίσκονταν δίπλα του τη στιγμή της αποδημίας του.

Στηριζόμενες σε αληθινά γεγονότα, οι διηγήσεις του μάχιμου γιατρού Περικλή Σφυρίδη αποτυπώνουν με μοναδικό τρόπο, χωρίς να υποκύπτουν στις σειρήνες της δραματοποίησης, όλες τις πτυχές της σοβαρής ασθένειας, αλλά και άλλων, αντιπροσωπευτικών της εποχής μας. Από τον πόνο, την αγωνία και την ελπίδα των ασθενών, των δικών τους και των γιατρών, μέχρι τις κοινωνικές προκαταλήψεις και τις στρεβλώσεις ενός δημόσιου και ιδιωτικού συστήματος υγείας, ο Περικλής Σφυρίδης, με τη γνώση που του προσφέρει η εμπειρία δεκαετιών στα δημόσια νοσοκομεία, αλλά και τη δύναμη της λογοτεχνικής γραφής, σκιαγραφεί τα ήθη μιας ολόκληρης κοινωνίας και εποχής.

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Έτος

ISBN

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Έκπτωση Προμηθευτή

Άλλα