Ο ΑΧΟΣ ΤΗΣ ΣΙΩΠΗΣ

8,48 

«ΠΡΟΛΟΓΟΣ»:
«Διαβάτη που το σούρουπο θα βγεις να σεργιανίσεις
για ρώτα την ψυχούλα σου που κουβαλάς στους ώμους.
Αν είσαι απ’ τους ανήσυχους, τους ανεμοδαρμένους
κι έχεις αγάπης ταραχή που δεν καταλαγιάζει,
έλα και πέρασε άφοβα, λογιέσαι στοιχειωμένος.
Μα αν είσαι από τους ήρεμους και τους σιγουρεμένους
που ‘χουν αγέρωχη ψυχή και δεν παραστρατίζουν,
είσαι απ’ αυτούς που καρτερώ κι αλύπητα στοιχειώνω.

Να δεις πως κοκκινίζουνε και πως παραπατάνε
και σαν μυρίσουν τ’ άρωμα, στη γη πως κοκαλώνουν.
Κάνουν να φύγουν βιαστικά και βγάζουν τρίτο μάτι,
κινούν να τρέξουν προς τα μπρος, μα πίσω τους κοιτάζουν.
Φτάνουν αργά στο σπίτι τους, άρρωστοι κι αγριεμένοι
και μες τις φλέβες τους κυλά φαρμακωμένο το αίμα.
Βλέπουν για ξένους τους γνωστούς κι όσους τους αγαπάνε
και δένουν κόμπους στο λαιμό τα λόγια τα πνιγμένα.
Σέρνουν τα βήματα βαριά στης μέρας τις συνήθειες
κι από νωρίς παρακαλούν γρήγορα να νυχτώσει,
να πέσουν στο προσκέφαλο, κρυφά να ονειρευτούνε,
να γλυκαθούν τα βλέφαρα που ύπνος δεν τα πιάνει.
Και σαν γεμίσουν το πρωί με γάλα τις καρδάρες,
να δεις με τι χαμόγελο το χύνουν στο ποτάμι.

Και μη ρωτήσεις άστοχα ποιος είμαι, τι κερδίζω.
Εγώ είμαι τ’ άνθος του κακού κι ανθίζω στα σκοτάδια.
Φυτρώνω στ’ άγρια γκρεμνά κι εκεί που δεν με σπέρνουν,
μυρώνω τ’ αναπάντεχο, την τάξη ξελογιάζω».

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

Κωδικός προϊόντος: 9786185010478 Κατηγορία:

Περιγραφή

«ΠΡΟΛΟΓΟΣ»:
«Διαβάτη που το σούρουπο θα βγεις να σεργιανίσεις
για ρώτα την ψυχούλα σου που κουβαλάς στους ώμους.
Αν είσαι απ’ τους ανήσυχους, τους ανεμοδαρμένους
κι έχεις αγάπης ταραχή που δεν καταλαγιάζει,
έλα και πέρασε άφοβα, λογιέσαι στοιχειωμένος.
Μα αν είσαι από τους ήρεμους και τους σιγουρεμένους
που ‘χουν αγέρωχη ψυχή και δεν παραστρατίζουν,
είσαι απ’ αυτούς που καρτερώ κι αλύπητα στοιχειώνω.

Να δεις πως κοκκινίζουνε και πως παραπατάνε
και σαν μυρίσουν τ’ άρωμα, στη γη πως κοκαλώνουν.
Κάνουν να φύγουν βιαστικά και βγάζουν τρίτο μάτι,
κινούν να τρέξουν προς τα μπρος, μα πίσω τους κοιτάζουν.
Φτάνουν αργά στο σπίτι τους, άρρωστοι κι αγριεμένοι
και μες τις φλέβες τους κυλά φαρμακωμένο το αίμα.
Βλέπουν για ξένους τους γνωστούς κι όσους τους αγαπάνε
και δένουν κόμπους στο λαιμό τα λόγια τα πνιγμένα.
Σέρνουν τα βήματα βαριά στης μέρας τις συνήθειες
κι από νωρίς παρακαλούν γρήγορα να νυχτώσει,
να πέσουν στο προσκέφαλο, κρυφά να ονειρευτούνε,
να γλυκαθούν τα βλέφαρα που ύπνος δεν τα πιάνει.
Και σαν γεμίσουν το πρωί με γάλα τις καρδάρες,
να δεις με τι χαμόγελο το χύνουν στο ποτάμι.

Και μη ρωτήσεις άστοχα ποιος είμαι, τι κερδίζω.
Εγώ είμαι τ’ άνθος του κακού κι ανθίζω στα σκοτάδια.
Φυτρώνω στ’ άγρια γκρεμνά κι εκεί που δεν με σπέρνουν,
μυρώνω τ’ αναπάντεχο, την τάξη ξελογιάζω».

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Έτος

ISBN

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Έκπτωση Προμηθευτή