ΛΟΥΤ

12,72 

Η σταδιοδρομία του Τζο Όρτον εγκλωβίζεται ανάμεσα στο 1964 (πρώτο του έργο) και το 1967 (βίαιος θάνατός του). Σαν όλους τους σημαντικούς σατιριστές, ο Όρτον ήταν ρεαλιστής. Πάντα έτοιμος να εκφέρει, να εκθέσει, αυτό πού γενικά οι άλλοι δεν αποτολμούν να πουν. Και απ’ αυτό προβαίνει η αγαλλίαση, η ευφορία και, μαζί, το στοιχείο κινδύνου πού αναδίνουν τα έργα του. Την ίδια στιγμή ιλαρύνει και τρομοκρατεί
Για τον Όρτον δεν υπάρχουν “θεμελιώδεις ανθρώπινες αξίες”. Ο Άνθρωπος είναι ικανός για κάθε κτηνωδία. Του άρεσε να στέκει απέναντι στο κοινό σαν πειρασμός, ή πειραστής: να θίγει το κοινό στα ιερά και όσιά του.
Πρωτοπαρουσιάζεται το 1964 στην Τηλεόραση (The ruffian on the stair), και στο Θέατρο (Τα γούστα του κυρίου Σλόαν). Το τελευταίο έργο του (What the butler saw) παρουσιάστηκε το 1969, μετά το θάνατό του, θεωρήθηκε αποτυχία (η παράσταση ήταν ανεπαρκής και ανέτοιμη), και ξαναπαίχτηκε το 1975 στο Royal Court, σε μία “σαιζόν Όρτον”, με θριαμβευτική αυτή τη φορά επιτυχία. Ο Όρτον τελεί εδώ μία παρώδηση της φάρσας, πού τη χρησιμοποιεί για τους δικούς του, σοβαρούς και υψηλούς στόχους. Η φάρσα συνιστά μία “διά λόγου επίθεσιν”. Και ο Όρτον την οδήγησε στο ακραίο πέρας της”.
Με τα έργα του “Loot” και”What the butler saw”, έγινε ο farceur της γενιάς του. Το γέλιο του επωάζεται πάνω στον απελπισμό, τη μόνωση, τη βία του σημερινού βίου, η παλιά “στάσις” παραχωρεί τη θέση της στην περισσότερο κατάλληλη θέση, τη μανιακή δραστηριοποίηση. “Σ’ έναν κόσμο πού τον διευθύνουν παράφρονες”, έγραφε σε σημείωμα του ο Όρτον, “το μόνο πού απομένει στο συγγραφέα είναι να εξιστορήσει τα καμώματα των παραφρόνων και των θυμάτων τους. Κι επειδή ο κόσμος είναι ένας χώρος σκληρός και δίχως έλεος, ο συγγραφέας θα κατηγορηθεί ότι δεν παίρνει το θέμα του σοβαρά… όμως το γέλιο είναι υπόθεση σοβαρή, και η κωμωδία όπλο πιο επικίνδυνο από την τραγωδία. Άλλωστε, γι’ αυτό οι τύραννοι την υποβλέπουν”.
Ο Όρτον είχε γευθεί το χάος. Σαν όλους τους “πειραστές”, ήταν εχθρός της νοικοκυρίστικης τάξης και χρησιμοποιούσε στα καλαμπούρια του πολλές πρωτεϊκές μεταμφιέσεις για το αναρχικό είδος διασκέδασης πού προτιμούσε. Οι κωμικές ρήσεις του έφερναν τον καθωσπρέπει συνομιλητή του σε απελπισία: “Ό Θεός είναι αριστοκράτης: προτιμάει τις ξανθιές”. Ο λόγος του είναι ένα είδος κολλάζ παρμένο από την περιοχή της λαϊκής ψυχαγωγίας, τις διαφημιστικές ανόητες φράσεις, το δημοσιογραφικό κουλτουριάρικο στυλ, τη χωλή λαμπεράδα διαλόγου ταινιών δεύτερης ποιότητας. Μ’ αυτό το υλικό δημιουργεί το προσωπικό του, λαμπερό, επιγραμματικό ύφος. [. . .] (Από την έκδοση)

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

Κωδικός προϊόντος: 9789602631409 Κατηγορία:

Περιγραφή

Η σταδιοδρομία του Τζο Όρτον εγκλωβίζεται ανάμεσα στο 1964 (πρώτο του έργο) και το 1967 (βίαιος θάνατός του). Σαν όλους τους σημαντικούς σατιριστές, ο Όρτον ήταν ρεαλιστής. Πάντα έτοιμος να εκφέρει, να εκθέσει, αυτό πού γενικά οι άλλοι δεν αποτολμούν να πουν. Και απ’ αυτό προβαίνει η αγαλλίαση, η ευφορία και, μαζί, το στοιχείο κινδύνου πού αναδίνουν τα έργα του. Την ίδια στιγμή ιλαρύνει και τρομοκρατεί
Για τον Όρτον δεν υπάρχουν “θεμελιώδεις ανθρώπινες αξίες”. Ο Άνθρωπος είναι ικανός για κάθε κτηνωδία. Του άρεσε να στέκει απέναντι στο κοινό σαν πειρασμός, ή πειραστής: να θίγει το κοινό στα ιερά και όσιά του.
Πρωτοπαρουσιάζεται το 1964 στην Τηλεόραση (The ruffian on the stair), και στο Θέατρο (Τα γούστα του κυρίου Σλόαν). Το τελευταίο έργο του (What the butler saw) παρουσιάστηκε το 1969, μετά το θάνατό του, θεωρήθηκε αποτυχία (η παράσταση ήταν ανεπαρκής και ανέτοιμη), και ξαναπαίχτηκε το 1975 στο Royal Court, σε μία “σαιζόν Όρτον”, με θριαμβευτική αυτή τη φορά επιτυχία. Ο Όρτον τελεί εδώ μία παρώδηση της φάρσας, πού τη χρησιμοποιεί για τους δικούς του, σοβαρούς και υψηλούς στόχους. Η φάρσα συνιστά μία “διά λόγου επίθεσιν”. Και ο Όρτον την οδήγησε στο ακραίο πέρας της”.
Με τα έργα του “Loot” και”What the butler saw”, έγινε ο farceur της γενιάς του. Το γέλιο του επωάζεται πάνω στον απελπισμό, τη μόνωση, τη βία του σημερινού βίου, η παλιά “στάσις” παραχωρεί τη θέση της στην περισσότερο κατάλληλη θέση, τη μανιακή δραστηριοποίηση. “Σ’ έναν κόσμο πού τον διευθύνουν παράφρονες”, έγραφε σε σημείωμα του ο Όρτον, “το μόνο πού απομένει στο συγγραφέα είναι να εξιστορήσει τα καμώματα των παραφρόνων και των θυμάτων τους. Κι επειδή ο κόσμος είναι ένας χώρος σκληρός και δίχως έλεος, ο συγγραφέας θα κατηγορηθεί ότι δεν παίρνει το θέμα του σοβαρά… όμως το γέλιο είναι υπόθεση σοβαρή, και η κωμωδία όπλο πιο επικίνδυνο από την τραγωδία. Άλλωστε, γι’ αυτό οι τύραννοι την υποβλέπουν”.
Ο Όρτον είχε γευθεί το χάος. Σαν όλους τους “πειραστές”, ήταν εχθρός της νοικοκυρίστικης τάξης και χρησιμοποιούσε στα καλαμπούρια του πολλές πρωτεϊκές μεταμφιέσεις για το αναρχικό είδος διασκέδασης πού προτιμούσε. Οι κωμικές ρήσεις του έφερναν τον καθωσπρέπει συνομιλητή του σε απελπισία: “Ό Θεός είναι αριστοκράτης: προτιμάει τις ξανθιές”. Ο λόγος του είναι ένα είδος κολλάζ παρμένο από την περιοχή της λαϊκής ψυχαγωγίας, τις διαφημιστικές ανόητες φράσεις, το δημοσιογραφικό κουλτουριάρικο στυλ, τη χωλή λαμπεράδα διαλόγου ταινιών δεύτερης ποιότητας. Μ’ αυτό το υλικό δημιουργεί το προσωπικό του, λαμπερό, επιγραμματικό ύφος. [. . .] (Από την έκδοση)

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Έτος

ISBN

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Έκπτωση Προμηθευτή

Μετάφραση

Άλλα