ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΤΟΥ ΙΟΥΛΙΟΥ ΡΟΝΤΜΑΝ – ΜΕ ΕΠΤΑ ΞΥΛΟΓΡΑΦΙΕΣ ΤΟΥ MALLETTE DEAN

17,00 

Αμέσως μετά τη συλλογή διηγημάτων του “Αλλόκοτες ιστορίες” (Tales of the Grotesque and Arabesque, 1839) και πριν από τη δημοσίευση του περίφημου ποιήματος «Το κοράκι» στην εφημερίδα “Evening Mirror”, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε δημοσιεύει στο περιοδικό “Burton’s Gentlemen’s Magazine”, σε έξι συνέχειες, το “Ημερολόγιο του Ιούλιου Ρόντμαν”: Ιδιόρρυθμος, παράτολμος, υποχόνδριος, ρομαντικά παράφορος και τυχοδιώκτης, ο Ιούλιος Ρόντμαν συμπαρασύρει τους συντρόφους του σε μια πρωτόγνωρη περιπέτεια ενάντια στις άτακτες ορδές των Ινδιάνων και τις στοιχειακές δυνάμεις της φύσης. Όμως, το εγχείρημα του Ιουλίου Ρόντμαν να διασχίσει τα Βραχώδη Όρη διακόπτεται απότομα, αφού τον Ιούνιο του 1840 ο Πόε εγκαταλείπει το “Ημερολόγιο”.
Το ημιτελές του μυθιστόρημα, που μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, δεν έχει ανάλογο στο έργο του Αμερικανού: Στο πρόσωπο του Ιουλίου Ρόντμαν ένας ασυνήθιστος Πόε καθοδηγεί τον «πολιτισμένο άνθρωπο» στην έρημο της άγριας κι αχαρτογράφητης Βορείου Αμερικής για να κατακτήσει έναν τόπο περισσότερο οικείο για την ψυχή του – τη γαλήνη που η παράξενη διάθεση του χαρακτήρα του δεν του επέτρεπε να απολαύσει ανάμεσα στους ανθρώπους. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
******************
6 Σεπτεμβρίου – […]
Η συμμορία των Σιου κάλπασε μέχρι την άκρη του βράχου ακριβώς από πάνω μας, και άρχισε να κραυγάζει και να χειρονομεί προς το μέρος μας. Αμέσως αντιλήφθηκα το νόημα της πράξης τους. Ήθελαν να σταματήσουμε και να αποβιβαστούμε στην όχθη. Δεν με εξέπληξε η απαίτησή τους – μάλλον την περίμενα. Είχα αποφασίσει να μην δώσουμε την παραμικρή προσοχή στις προκλήσεις των Σιου· έπρεπε να συνεχίσουμε απαρέγκλιτα την περιήγησή μας στον Μιζούρι. Η αδιαφορία που επιδείξαμε σε έναν τόσο άμεσο κίνδυνο είχε τουλάχιστον θετικό αποτέλεσμα: οι Ινδιάνοι απόρησαν με την αντίδρασή μας· είχαν σταθεί ακίνητοι και μας παρατηρούσαν σχεδόν με κωμικό θαυμασμό, ενώ εμείς εξακολουθούσαμε τη σταθερή πορεία μας στο ποτάμι. Κατόπιν, βάλθηκαν να λογομαχούν μεταξύ τους· όταν, τελικά, συνειδητοποίησαν πως δεν μπορούσαν καν να μας απειλήσουν, έστρεψαν τα άλογά τους προς τα νότια και άρχισαν να καλπάζουν, μέχρι που χάθηκαν εντελώς από το οπτικό μας πεδίο. Η αποχώρησή τους όχι μόνο μας εξέπληξε, αλλά μας πλημμύρισε και με πρωτόγνωρα αισθήματα χαράς.
Στο μεταξύ, εκμεταλλευτήκαμε την ευκαιρία και καταφέραμε να απομακρυνθούμε από το σημείο με τις απόκρημνες όχθες πριν την αναμενόμενη επιστροφή των εχθρών μας. Μετά δύο ώρες περίπου, τους είδαμε πάλι στα νότια, σε μακρινή απόσταση. Οι δυνάμεις τους είχαν αυξηθεί αριθμητικά και κάλπαζαν με μεγάλη ταχύτητα προς το μέρος μας· σύντομα έφτασαν στην όχθη του Μιζούρι. Όμως, τώρα, ήμασταν σε πλεονεκτική θέση – γιατί οι όχθες ήταν ομαλές και δεν υπήρχαν δέντρα στην ξηρά για να προστατεύσουν τους άγριους Σιου από τα πυρά μας. Επιπλέον, το ρεύμα δεν ήταν τόσο ορμητικό πια και μπορούσαμε να πλεύσουμε καταμεσής του ποταμού. Η συμμορία είχε επιστρατεύσει διερμηνέα για να μας πλησιάσει· ο τελευταίος μπήκε με το μεγάλο, γκρίζο άλογο του στο νερό και μας διέταξε –σε άθλια γαλλικά– να σταματήσουμε και να τον ακολουθήσουμε στην όχθη. Έδωσα εντολή σε έναν από τους Καναδούς να απαντήσει πως θα θέλαμε να συμμορφωθούμε με την απαίτηση της συντροφιάς και να βγούμε στην ακτή να συζητήσουμε για λίγο με τους συμπαθείς Σιου, μα κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον χωρίς τη συνοδεία του μεγάλου μάγου μας (εδώ ο Καναδός έδειξε προς το κανόνι), ο οποίος ζητούσε διακαώς να συνεχίσει το ταξίδι του, και εμείς φοβόμασταν να παρακούσουμε την επιθυμία του.
Οι Ινδιάνοι ξεσηκώθηκαν πάλι με έντονες κραυγές και χειρονομίες· έδειχναν να βρίσκονται σε πλήρη αμηχανία και να μην ξέρουν πώς να αντιδράσουν. Στο μεταξύ, είχαμε σταματήσει τις βάρκες μας σε πλεονεκτικό σημείο· ήμουν διατεθειμένος να ανοίξουμε πυρ, αν χρειαζόταν, κατά των αντιπάλων μας και να τους ανταποδώσουμε τη θερμή υποδοχή που μας επιφύλαξαν με μια τρομερή εκδήλωση βίας· ένα είναι βέβαιο: θα μάθαιναν πώς να διαχειρίζονται ανάλογες καταστάσεις στο μέλλον. Σκέφτηκα πως ήταν σχεδόν αδύνατον να ξεπεράσουμε το εμπόδιο των Σιου χωρίς να εμπλακούμε σε σύρραξη – μας μισούσαν θανάσιμα και ο μόνος τρόπος να γλιτώσουμε τη λεηλασία και τη σφαγή ήταν να πείσουμε τους άγριους ληστές για την ανδρεία μας. Έστω πως συναινούσαμε στις παρούσες απαιτήσεις τους και αποβιβαζόμασταν στην όχθη, ακόμη κι αν εξασφαλίζαμε, ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις, την ασφάλειά μας προσφέροντας τους ανταλλάγματα, η υποχωρητική συμπεριφορά εκ μέρους μας θα συνιστούσε πρόσκαιρη καταπράυνση –και όχι ριζική θεραπεία– του Κακού. Οι τελικοί ηττημένοι θα ήμασταν εμείς. Αργά ή γρήγορα, οι Σιου θα ξεσπούσαν τη μανία τους πάνω μας· πιθανώς, σε κάποιο μέρος του ποταμού όπου θα βρισκόμασταν σε δυσχερή θέση για να απωθήσουμε τις δυνάμεις τους – πόσο μάλλον για να τους απειλήσουμε. Αντιθέτως, τώρα είχαμε την ευκαιρία να τους δώσουμε ένα καλό μάθημα – ίσως να μην μας δινόταν παρόμοια ευκαιρία αργότερα. Με τον παραπάνω συλλογισμό συμφώνησαν όλοι οι σύντροφοί μου, εκτός από τους Καναδούς. Εν τέλει, αποφάσισα να επιδείξουμε θράσος: να προκαλέσουμε τις εχθροπραξίες παρά να τις αποφύγουμε. Αυτή την τακτική θα ακολουθούσαμε. Οι Ινδιάνοι δεν διέθεταν πυρομαχικά – με εξαίρεση την παλιά καραμπίνα που έφερε ένας από τους αρχηγούς τους. Τα βέλη τους έμελλε να αποδειχθούν εντελώς αναποτελεσματικά, εξαιτίας της μεγάλης απόστασης που χώριζε τα αντίπαλα στρατόπεδα. Όσο για τις πολυάριθμες τάξεις τους, αδιαφορούσαμε πλήρως: ήταν απόλυτα εκτεθειμένες στο φονικό βεληνεκές του πυροβόλου μας.
Μόλις ο Ζυλ (ο Καναδός) ολοκλήρωσε την απάντησή του και οι διαμαρτυρίες των βάρβαρων καταλάγιασαν κάπως, ο διερμηνέας πήρε πάλι τον λόγο και υπέβαλε τρία ερωτήματα. Πρώτον, αν είχαμε μαζί μας καπνό, ουίσκι ή όπλα· δεύτερον, αν θέλαμε τη βοήθεια των Σιου για να περάσουμε τις βάρκες μας από την περιοχή που είχε υπό τον έλεγχό της η αχρεία φυλή των Ρικαρί και τρίτον, αν ο μάγος μας ήταν μία τεράστια, δυνατή, πράσινη ακρίδα.
Σε αυτές τις ερωτήσεις, που διατυπώθηκαν με αυστηρή επισημότητα, ο Ζυλ –υπό τις οδηγίες μου– απάντησε ως εξής: Ότι διαθέταμε αστείρευτες ποσότητες ουίσκι, καπνού και πυρομαχικών· όμως, ο μεγάλος μάγος μάς είχε προειδοποιήσει πως οι Τέτον ήταν χειρότερα καθάρματα από τους Ρικαρί· ήταν εχθροί μας και παραμόνευαν για να μας στήσουν ενέδρα και να μας σκοτώσουν εδώ και πολλές μέρες και γι’ αυτό δεν έπρεπε να τους δώσουμε τίποτε, ούτε να έχουμε την παραμικρή επαφή μαζί τους. Συνεπώς, ακόμη και αν θέλαμε να τους προσφέρουμε κάποιο αντάλλαγμα, δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε μια τέτοια κίνηση, καθώς φοβόμασταν την οργή του μεγάλου μάγου, σε περίπτωση που αυτός εκλάμβανε την πρωτοβουλία μας ως έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπό του. Δεύτερον, πως μετά την εικόνα που μας έδωσε ο μάγος για τους Τέτον, δεν θέλαμε τη συνοδεία τους για να διασχίσουμε τον Μιζούρι και τρίτον πως, ευτυχώς για τους ίδιους –τους Σιου, δηλαδή– ο μεγάλος μάγος μας δεν είχε ακούσει το τελευταίο ερώτημα σχετικά με την «τεράστια, πράσινη ακρίδα»· ειδάλλως, θα έπρεπε να φανεί ιδιαίτερα σκληρός απέναντί τους. Ο μεγάλος μάγος μας ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από μια τεράστια, πράσινη ακρίδα, και οι Τέτον έπρεπε να αποχωρήσουν άμεσα από την όχθη αν δεν ήθελαν να διαπιστώσουν –με δραματικές συνέπειες για τη ζωή τους– την πραγματική ταυτότητα της ύψιστης δύναμης που μας συντρόφευε σε αυτό το ταξίδι.
Μολονότι κατανοούσαμε πλήρως την κατάσταση στην οποία είχαμε περιέλθει, και τον επαπειλούμενο κίνδυνο, αποπνέαμε ακόμη κάποια αίσθηση έκπληξης και θαυμασμού στους εχθρούς μας με τις παραπάνω απαντήσεις. Πιστεύω πως θα είχαν διαλυθεί αμέσως και θα μας άφηναν να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, αν δεν τους χαρακτηρίζαμε –ατυχώς– «χειρότερα καθάρματα από τους Ρικαρί». Προφανώς, μια τέτοια σύγκριση επρόκειτο για ειδεχθή προσβολή εκ μέρους μας, η οποία εξόργισε παράφορα τους Τέτον. Άρχισαν να επαναλαμβάνουν «Ρικαρί! Ρικαρί!» κραυγάζοντας οργισμένα. Εξ όσων μπορούσαμε να συμπεράνουμε, η συμμορία χωρίστηκε σε δύο παρατάξεις: η μία υποστήριζε πως έπρεπε να κρατήσουν αμυντική στάση, καθώς φοβόταν την τεράστια δύναμη του μεγάλου μάγου μας, ενώ η άλλη δεν λογάριαζε τίποτε μπροστά στην προσβολή που είχε δεχθεί η φυλή και επέμενε στην αιματηρή επιδρομή. Καθώς εξελισσόταν η παραπάνω διαμάχη, εμείς διατηρήσαμε τη θέση μας καταμεσής του ποταμού, αποφασισμένοι να αδειάσουμε τα βλήματα του κανονιού μας πάνω στους Σιου, με την πρώτη πρόκληση από πλευράς τους.
Την ίδια στιγμή, ο διερμηνέας με το γκρίζο άλογο μπήκε ξανά στο ποτάμι και είπε πως τελικά δεν ήμασταν όσο καλοί έπρεπε να φανούμε· πως όλα τα χλωμά πρόσωπα που είχαν ανεβεί τον Μιζούρι, στο παρελθόν, είχαν αποκτήσει φιλικές σχέσεις με τους Σιου, προσφέροντάς τους πολύτιμα δώρα. Μας ξεκαθάρισε πως οι Τέτον είχαν αποφασίσει να μην μας αφήσουν να συνεχίσουμε την πορεία μας, εκτός αν βγαίναμε στην όχθη, παραδίδαμε τον οπλισμό μας, όλο το ουίσκι που είχαμε στη διάθεσή μας και τη μισή ποσότητα καπνού. Ήταν φανερό πως ήμασταν σύμμαχοι των Ρικαρί (με τους οποίους οι Σιου βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο) και πως στόχος μας ήταν ο ανεφοδιασμός των αντιπάλων τους. Κατέληξε πως δεν είχαν και μεγάλη εκτίμηση στον μάγο μας, αφενός γιατί είχε πει ψέματα για τις προθέσεις των Τέτον και αφετέρου επειδή δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια τεράστια, πράσινη ακρίδα, παρά τη δική μας διαφορετική εντύπωση. Με τα τελευταία λόγια του –σχετικά με την τεράστια, πράσινη ακρίδα– συμφωνούσε όλο εκείνο το συνονθύλευμα βαρβάρων που εκπροσωπούσε ο διερμηνέας· μάλιστα, εκτόξευσε τις εν λόγω κατηγορίες υψώνοντας τον τόνο της φωνής του, ώστε αυτήν τη φορά ο μάγος μας να ακούσει σίγουρα τον χλευασμό εναντίον του. Συγχρόνως, οι Σιου διαλύθηκαν ατάκτως, κι άρχισαν να καλπάζουν με τα άλογα τους γράφοντας μικρούς κύκλους, χειρονομώντας αισχρά και περιφρονητικά προς το μέρος μας, κραδαίνοντας τις λόγχες τους και τραβώντας τα βέλη από τις φαρέτρες τους.

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

Κωδικός προϊόντος: 9789609985048 Κατηγορία:

Περιγραφή

Αμέσως μετά τη συλλογή διηγημάτων του “Αλλόκοτες ιστορίες” (Tales of the Grotesque and Arabesque, 1839) και πριν από τη δημοσίευση του περίφημου ποιήματος «Το κοράκι» στην εφημερίδα “Evening Mirror”, ο Έντγκαρ Άλλαν Πόε δημοσιεύει στο περιοδικό “Burton’s Gentlemen’s Magazine”, σε έξι συνέχειες, το “Ημερολόγιο του Ιούλιου Ρόντμαν”: Ιδιόρρυθμος, παράτολμος, υποχόνδριος, ρομαντικά παράφορος και τυχοδιώκτης, ο Ιούλιος Ρόντμαν συμπαρασύρει τους συντρόφους του σε μια πρωτόγνωρη περιπέτεια ενάντια στις άτακτες ορδές των Ινδιάνων και τις στοιχειακές δυνάμεις της φύσης. Όμως, το εγχείρημα του Ιουλίου Ρόντμαν να διασχίσει τα Βραχώδη Όρη διακόπτεται απότομα, αφού τον Ιούνιο του 1840 ο Πόε εγκαταλείπει το “Ημερολόγιο”.
Το ημιτελές του μυθιστόρημα, που μεταφράζεται για πρώτη φορά στα ελληνικά, δεν έχει ανάλογο στο έργο του Αμερικανού: Στο πρόσωπο του Ιουλίου Ρόντμαν ένας ασυνήθιστος Πόε καθοδηγεί τον «πολιτισμένο άνθρωπο» στην έρημο της άγριας κι αχαρτογράφητης Βορείου Αμερικής για να κατακτήσει έναν τόπο περισσότερο οικείο για την ψυχή του – τη γαλήνη που η παράξενη διάθεση του χαρακτήρα του δεν του επέτρεπε να απολαύσει ανάμεσα στους ανθρώπους. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

******************

6 Σεπτεμβρίου – […]
Η συμμορία των Σιου κάλπασε μέχρι την άκρη του βράχου ακριβώς από πάνω μας, και άρχισε να κραυγάζει και να χειρονομεί προς το μέρος μας. Αμέσως αντιλήφθηκα το νόημα της πράξης τους. Ήθελαν να σταματήσουμε και να αποβιβαστούμε στην όχθη. Δεν με εξέπληξε η απαίτησή τους – μάλλον την περίμενα. Είχα αποφασίσει να μην δώσουμε την παραμικρή προσοχή στις προκλήσεις των Σιου· έπρεπε να συνεχίσουμε απαρέγκλιτα την περιήγησή μας στον Μιζούρι. Η αδιαφορία που επιδείξαμε σε έναν τόσο άμεσο κίνδυνο είχε τουλάχιστον θετικό αποτέλεσμα: οι Ινδιάνοι απόρησαν με την αντίδρασή μας· είχαν σταθεί ακίνητοι και μας παρατηρούσαν σχεδόν με κωμικό θαυμασμό, ενώ εμείς εξακολουθούσαμε τη σταθερή πορεία μας στο ποτάμι. Κατόπιν, βάλθηκαν να λογομαχούν μεταξύ τους· όταν, τελικά, συνειδητοποίησαν πως δεν μπορούσαν καν να μας απειλήσουν, έστρεψαν τα άλογά τους προς τα νότια και άρχισαν να καλπάζουν, μέχρι που χάθηκαν εντελώς από το οπτικό μας πεδίο. Η αποχώρησή τους όχι μόνο μας εξέπληξε, αλλά μας πλημμύρισε και με πρωτόγνωρα αισθήματα χαράς.
Στο μεταξύ, εκμεταλλευτήκαμε την ευκαιρία και καταφέραμε να απομακρυνθούμε από το σημείο με τις απόκρημνες όχθες πριν την αναμενόμενη επιστροφή των εχθρών μας. Μετά δύο ώρες περίπου, τους είδαμε πάλι στα νότια, σε μακρινή απόσταση. Οι δυνάμεις τους είχαν αυξηθεί αριθμητικά και κάλπαζαν με μεγάλη ταχύτητα προς το μέρος μας· σύντομα έφτασαν στην όχθη του Μιζούρι. Όμως, τώρα, ήμασταν σε πλεονεκτική θέση – γιατί οι όχθες ήταν ομαλές και δεν υπήρχαν δέντρα στην ξηρά για να προστατεύσουν τους άγριους Σιου από τα πυρά μας. Επιπλέον, το ρεύμα δεν ήταν τόσο ορμητικό πια και μπορούσαμε να πλεύσουμε καταμεσής του ποταμού. Η συμμορία είχε επιστρατεύσει διερμηνέα για να μας πλησιάσει· ο τελευταίος μπήκε με το μεγάλο, γκρίζο άλογο του στο νερό και μας διέταξε –σε άθλια γαλλικά– να σταματήσουμε και να τον ακολουθήσουμε στην όχθη. Έδωσα εντολή σε έναν από τους Καναδούς να απαντήσει πως θα θέλαμε να συμμορφωθούμε με την απαίτηση της συντροφιάς και να βγούμε στην ακτή να συζητήσουμε για λίγο με τους συμπαθείς Σιου, μα κάτι τέτοιο ήταν αδύνατον χωρίς τη συνοδεία του μεγάλου μάγου μας (εδώ ο Καναδός έδειξε προς το κανόνι), ο οποίος ζητούσε διακαώς να συνεχίσει το ταξίδι του, και εμείς φοβόμασταν να παρακούσουμε την επιθυμία του.
Οι Ινδιάνοι ξεσηκώθηκαν πάλι με έντονες κραυγές και χειρονομίες· έδειχναν να βρίσκονται σε πλήρη αμηχανία και να μην ξέρουν πώς να αντιδράσουν. Στο μεταξύ, είχαμε σταματήσει τις βάρκες μας σε πλεονεκτικό σημείο· ήμουν διατεθειμένος να ανοίξουμε πυρ, αν χρειαζόταν, κατά των αντιπάλων μας και να τους ανταποδώσουμε τη θερμή υποδοχή που μας επιφύλαξαν με μια τρομερή εκδήλωση βίας· ένα είναι βέβαιο: θα μάθαιναν πώς να διαχειρίζονται ανάλογες καταστάσεις στο μέλλον.Σκέφτηκα πως ήταν σχεδόν αδύνατον να ξεπεράσουμε το εμπόδιο των Σιου χωρίς να εμπλακούμε σε σύρραξη – μας μισούσαν θανάσιμα και ο μόνος τρόπος να γλιτώσουμε τη λεηλασία και τη σφαγή ήταν να πείσουμε τους άγριους ληστές για την ανδρεία μας. Έστω πως συναινούσαμε στις παρούσες απαιτήσεις τους και αποβιβαζόμασταν στην όχθη, ακόμη κι αν εξασφαλίζαμε, ύστερα από σκληρές διαπραγματεύσεις, την ασφάλειά μας προσφέροντας τους ανταλλάγματα, η υποχωρητική συμπεριφορά εκ μέρους μας θα συνιστούσε πρόσκαιρη καταπράυνση –και όχι ριζική θεραπεία– του Κακού. Οι τελικοί ηττημένοι θα ήμασταν εμείς. Αργά ή γρήγορα, οι Σιου θα ξεσπούσαν τη μανία τους πάνω μας· πιθανώς, σε κάποιο μέρος του ποταμού όπου θα βρισκόμασταν σε δυσχερή θέση για να απωθήσουμε τις δυνάμεις τους – πόσο μάλλον για να τους απειλήσουμε. Αντιθέτως, τώρα είχαμε την ευκαιρία να τους δώσουμε ένα καλό μάθημα – ίσως να μην μας δινόταν παρόμοια ευκαιρία αργότερα. Με τον παραπάνω συλλογισμό συμφώνησαν όλοι οι σύντροφοί μου, εκτός από τους Καναδούς. Εν τέλει, αποφάσισα να επιδείξουμε θράσος: να προκαλέσουμε τις εχθροπραξίες παρά να τις αποφύγουμε. Αυτή την τακτική θα ακολουθούσαμε. Οι Ινδιάνοι δεν διέθεταν πυρομαχικά – με εξαίρεση την παλιά καραμπίνα που έφερε ένας από τους αρχηγούς τους. Τα βέλη τους έμελλε να αποδειχθούν εντελώς αναποτελεσματικά, εξαιτίας της μεγάλης απόστασης που χώριζε τα αντίπαλα στρατόπεδα. Όσο για τις πολυάριθμες τάξεις τους, αδιαφορούσαμε πλήρως: ήταν απόλυτα εκτεθειμένες στο φονικό βεληνεκές του πυροβόλου μας.
Μόλις ο Ζυλ (ο Καναδός) ολοκλήρωσε την απάντησή του και οι διαμαρτυρίες των βάρβαρων καταλάγιασαν κάπως, ο διερμηνέας πήρε πάλι τον λόγο και υπέβαλε τρία ερωτήματα. Πρώτον, αν είχαμε μαζί μας καπνό, ουίσκι ή όπλα· δεύτερον, αν θέλαμε τη βοήθεια των Σιου για να περάσουμε τις βάρκες μας από την περιοχή που είχε υπό τον έλεγχό της η αχρεία φυλή των Ρικαρί και τρίτον, αν ο μάγος μας ήταν μία τεράστια, δυνατή, πράσινη ακρίδα.
Σε αυτές τις ερωτήσεις, που διατυπώθηκαν με αυστηρή επισημότητα, ο Ζυλ –υπό τις οδηγίες μου– απάντησε ως εξής: Ότι διαθέταμε αστείρευτες ποσότητες ουίσκι, καπνού και πυρομαχικών· όμως, ο μεγάλος μάγος μάς είχε προειδοποιήσει πως οι Τέτον ήταν χειρότερα καθάρματα από τους Ρικαρί· ήταν εχθροί μας και παραμόνευαν για να μας στήσουν ενέδρα και να μας σκοτώσουν εδώ και πολλές μέρες και γι’ αυτό δεν έπρεπε να τους δώσουμε τίποτε, ούτε να έχουμε την παραμικρή επαφή μαζί τους. Συνεπώς, ακόμη και αν θέλαμε να τους προσφέρουμε κάποιο αντάλλαγμα, δεν μπορούσαμε να προχωρήσουμε σε μια τέτοια κίνηση, καθώς φοβόμασταν την οργή του μεγάλου μάγου, σε περίπτωση που αυτός εκλάμβανε την πρωτοβουλία μας ως έλλειψη σεβασμού προς το πρόσωπό του. Δεύτερον, πως μετά την εικόνα που μας έδωσε ο μάγος για τους Τέτον, δεν θέλαμε τη συνοδεία τους για να διασχίσουμε τον Μιζούρι και τρίτον πως, ευτυχώς για τους ίδιους –τους Σιου, δηλαδή– ο μεγάλος μάγος μας δεν είχε ακούσει το τελευταίο ερώτημα σχετικά με την «τεράστια, πράσινη ακρίδα»· ειδάλλως, θα έπρεπε να φανεί ιδιαίτερα σκληρός απέναντί τους. Ο μεγάλος μάγος μας ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από μια τεράστια, πράσινη ακρίδα, και οι Τέτον έπρεπε να αποχωρήσουν άμεσα από την όχθη αν δεν ήθελαν να διαπιστώσουν –με δραματικές συνέπειες για τη ζωή τους– την πραγματική ταυτότητα της ύψιστης δύναμης που μας συντρόφευε σε αυτό το ταξίδι.
Μολονότι κατανοούσαμε πλήρως την κατάσταση στην οποία είχαμε περιέλθει, και τον επαπειλούμενο κίνδυνο, αποπνέαμε ακόμη κάποια αίσθηση έκπληξης και θαυμασμού στους εχθρούς μας με τις παραπάνω απαντήσεις. Πιστεύω πως θα είχαν διαλυθεί αμέσως και θα μας άφηναν να συνεχίσουμε το ταξίδι μας, αν δεν τους χαρακτηρίζαμε –ατυχώς– «χειρότερα καθάρματα από τους Ρικαρί». Προφανώς, μια τέτοια σύγκριση επρόκειτο για ειδεχθή προσβολή εκ μέρους μας, η οποία εξόργισε παράφορα τους Τέτον. Άρχισαν να επαναλαμβάνουν «Ρικαρί! Ρικαρί!» κραυγάζοντας οργισμένα. Εξ όσων μπορούσαμε να συμπεράνουμε, η συμμορία χωρίστηκε σε δύο παρατάξεις: η μία υποστήριζε πως έπρεπε να κρατήσουν αμυντική στάση, καθώς φοβόταν την τεράστια δύναμη του μεγάλου μάγου μας, ενώ η άλλη δεν λογάριαζε τίποτε μπροστά στην προσβολή που είχε δεχθεί η φυλή και επέμενε στην αιματηρή επιδρομή. Καθώς εξελισσόταν η παραπάνω διαμάχη, εμείς διατηρήσαμε τη θέση μας καταμεσής του ποταμού, αποφασισμένοι να αδειάσουμε τα βλήματα του κανονιού μας πάνω στους Σιου, με την πρώτη πρόκληση από πλευράς τους.
Την ίδια στιγμή, ο διερμηνέας με το γκρίζο άλογο μπήκε ξανά στο ποτάμι και είπε πως τελικά δεν ήμασταν όσο καλοί έπρεπε να φανούμε· πως όλα τα χλωμά πρόσωπα που είχαν ανεβεί τον Μιζούρι, στο παρελθόν, είχαν αποκτήσει φιλικές σχέσεις με τους Σιου, προσφέροντάς τους πολύτιμα δώρα. Μας ξεκαθάρισε πως οι Τέτον είχαν αποφασίσει να μην μας αφήσουν να συνεχίσουμε την πορεία μας, εκτός αν βγαίναμε στην όχθη, παραδίδαμε τον οπλισμό μας, όλο το ουίσκι που είχαμε στη διάθεσή μας και τη μισή ποσότητα καπνού. Ήταν φανερό πως ήμασταν σύμμαχοι των Ρικαρί (με τους οποίους οι Σιου βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση, τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο) και πως στόχος μας ήταν ο ανεφοδιασμός των αντιπάλων τους. Κατέληξε πως δεν είχαν και μεγάλη εκτίμηση στον μάγο μας, αφενός γιατί είχε πει ψέματα για τις προθέσεις των Τέτον και αφετέρου επειδή δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια τεράστια, πράσινη ακρίδα, παρά τη δική μας διαφορετική εντύπωση. Με τα τελευταία λόγια του –σχετικά με την τεράστια, πράσινη ακρίδα– συμφωνούσε όλο εκείνο το συνονθύλευμα βαρβάρων που εκπροσωπούσε ο διερμηνέας· μάλιστα, εκτόξευσε τις εν λόγω κατηγορίες υψώνοντας τον τόνο της φωνής του, ώστε αυτήν τη φορά ο μάγος μας να ακούσει σίγουρα τον χλευασμό εναντίον του. Συγχρόνως, οι Σιου διαλύθηκαν ατάκτως, κι άρχισαν να καλπάζουν με τα άλογα τους γράφοντας μικρούς κύκλους, χειρονομώντας αισχρά και περιφρονητικά προς το μέρος μας, κραδαίνοντας τις λόγχες τους και τραβώντας τα βέλη από τις φαρέτρες τους.

 

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Έτος

ISBN

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Μετάφραση

Άλλα