ΕΞ ΑΙΜΑΤΟΣ

17,89 

Το 1976 η Ντέινα έχει μόλις κλείσει τα είκοσι έξι της και με του Κέβιν, του άντρα της, μετακομίζουν στο καινούργιο τους σπίτι, στο Λος Άντζελες. Ξαφνικά κι ενώ τακτοποιούν τα βιβλία τους, η Ντέινα χάνει τις αισθήσεις της. Όταν συνέρχεται, βρίσκεται στην άκρη ενός πυκνού δάσους και αμέσως αντιλαμβάνεται ότι στο ποτάμι που βρίσκεται δίπλα της πνίγεται ένα μικρό παιδί. Δίχως δεύτερη σκέψη βουτάει στο νερό και το σώζει, αλλά βγαίνοντας την περιμένει στην όχθη ένας άνδρας που τη σημαδεύει με το όπλο του. Κι ενώ κινδυνεύει η ζωή της, βρίσκεται και πάλι πίσω στο διαμέρισμά της, μουσκεμένη ως το κόκαλο. Μόλις έχει βιώσει την τρομακτικότερη εμπειρία της ζωής της, αλλά τότε δεν ήξερε ότι αυτό θα της συνέβαινε ξανά και ξανά…
Η Οκτάβια Μπάτλερ έχει πει ότι εν μέρει οφείλει την έμπνευσή της στη μητέρα της, που δούλευε σ’ όλη της τη ζωή σαν υπηρέτρια. Θυμάμαι να της λέω, “Δεν θα κάνω ποτέ αυτό που κάνεις, είναι απαίσιο”…
Κράτησα το σιωπηλό, πληγωμένο βλέμμα της για χρόνια μέσα μου μέχρι να το κατανοήσω. Δεν χρειάστηκε ν’ αφήσω το σχολείο στα δέκα μου, είχα πάντα ένα πιάτο φαΐ και μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι μου επειδή η μητέρα μου ήταν πρόθυμη να κάνει δουλειές του ποδαριού και να δέχεται την ταπείνωση. Άνθρωποι σαν τη μητέρα μου δεν ήταν δειλοί ή φοβισμένοι, ήταν ήρωες. Αυτό θέλησα να δείξω με το “Εξ αίματος”, με έναν τρόπο που δεν μπορεί να το κάνει η ιστορία των μαύρων”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Όταν ξεκίνησα να σπουδάζω στο κολλέγιο της Πασαντίνα, το κίνημα Black Power είχε ήδη πλατιά απήχηση στη νεολαία.
Έτυχε να ακούσω την τοποθέτηση ενός νεαρού, συνομήλικού μου, ο οποίος προφανώς δεν είχε συνειδητοποιήσει τη σημασία των θυσίων των γονέων του. Τους κατηγορούσε για την ταπεινότητά τους και την ανοχή βίαιων και ρατσιστικών συμπεριφορών από τους εργοδότες τους και άλλους. Είχε πει, «Θα ήθελα να σκοτώσω όλους τους παλιότερους που μας καθήλωσαν για τόσο καιρό. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο, γιατί θα έπρεπε να ξεκινήσω από τους ίδιους μου τους γονείς».
Αυτός ήταν ο σπόρος της ιδέας για να γράψω το “Εξ Αίματος”. Τη φράση αυτή την κράτησα μέσα μου για τριάντα χρόνια. Ο νεαρός είχε τόσο βαθιά ντροπή για όσα εξαναγκάστηκαν να υποστούν οι παλιότερες γενιές, που δεν αντιλαμβανόταν πως υπαγορεύτηκαν όχι μόνο από τη δική τους ανάγκη επιβίωσης, αλλά και τη δική του.
Αυτό ήθελα να καταδείξω γράφοντας το “Εξ Αίματος”, να το ξεκαθαρίσω σε ανθρώπους σαν εκείνο το νεαρό. Ήθελα να τους αγγίξω συναισθηματικά με τρόπο που η ιστορία δεν καταφέρνει». (Από τον εκδότη)

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

Κωδικός προϊόντος: 9789605212995 Κατηγορία:

Περιγραφή

Το 1976 η Ντέινα έχει μόλις κλείσει τα είκοσι έξι της και με του Κέβιν, του άντρα της, μετακομίζουν στο καινούργιο τους σπίτι, στο Λος Άντζελες. Ξαφνικά κι ενώ τακτοποιούν τα βιβλία τους, η Ντέινα χάνει τις αισθήσεις της. Όταν συνέρχεται, βρίσκεται στην άκρη ενός πυκνού δάσους και αμέσως αντιλαμβάνεται ότι στο ποτάμι που βρίσκεται δίπλα της πνίγεται ένα μικρό παιδί. Δίχως δεύτερη σκέψη βουτάει στο νερό και το σώζει, αλλά βγαίνοντας την περιμένει στην όχθη ένας άνδρας που τη σημαδεύει με το όπλο του. Κι ενώ κινδυνεύει η ζωή της, βρίσκεται και πάλι πίσω στο διαμέρισμά της, μουσκεμένη ως το κόκαλο. Μόλις έχει βιώσει την τρομακτικότερη εμπειρία της ζωής της, αλλά τότε δεν ήξερε ότι αυτό θα της συνέβαινε ξανά και ξανά…
Η Οκτάβια Μπάτλερ έχει πει ότι εν μέρει οφείλει την έμπνευσή της στη μητέρα της, που δούλευε σ’ όλη της τη ζωή σαν υπηρέτρια. Θυμάμαι να της λέω, “Δεν θα κάνω ποτέ αυτό που κάνεις, είναι απαίσιο”…
Κράτησα το σιωπηλό, πληγωμένο βλέμμα της για χρόνια μέσα μου μέχρι να το κατανοήσω. Δεν χρειάστηκε ν’ αφήσω το σχολείο στα δέκα μου, είχα πάντα ένα πιάτο φαΐ και μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι μου επειδή η μητέρα μου ήταν πρόθυμη να κάνει δουλειές του ποδαριού και να δέχεται την ταπείνωση. Άνθρωποι σαν τη μητέρα μου δεν ήταν δειλοί ή φοβισμένοι, ήταν ήρωες. Αυτό θέλησα να δείξω με το “Εξ αίματος”, με έναν τρόπο που δεν μπορεί να το κάνει η ιστορία των μαύρων”. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

«Όταν ξεκίνησα να σπουδάζω στο κολλέγιο της Πασαντίνα, το κίνημα Black Power είχε ήδη πλατιά απήχηση στη νεολαία.
Έτυχε να ακούσω την τοποθέτηση ενός νεαρού, συνομήλικού μου, ο οποίος προφανώς δεν είχε συνειδητοποιήσει τη σημασία των θυσίων των γονέων του. Τους κατηγορούσε για την ταπεινότητά τους και την ανοχή βίαιων και ρατσιστικών συμπεριφορών από τους εργοδότες τους και άλλους. Είχε πει, «Θα ήθελα να σκοτώσω όλους τους παλιότερους που μας καθήλωσαν για τόσο καιρό. Αλλά δεν μπορώ να κάνω κάτι τέτοιο, γιατί θα έπρεπε να ξεκινήσω από τους ίδιους μου τους γονείς».
Αυτός ήταν ο σπόρος της ιδέας για να γράψω το “Εξ Αίματος”. Τη φράση αυτή την κράτησα μέσα μου για τριάντα χρόνια. Ο νεαρός είχε τόσο βαθιά ντροπή για όσα εξαναγκάστηκαν να υποστούν οι παλιότερες γενιές, που δεν αντιλαμβανόταν πως υπαγορεύτηκαν όχι μόνο από τη δική τους ανάγκη επιβίωσης, αλλά και τη δική του.
Αυτό ήθελα να καταδείξω γράφοντας το “Εξ Αίματος”, να το ξεκαθαρίσω σε ανθρώπους σαν εκείνο το νεαρό. Ήθελα να τους αγγίξω συναισθηματικά με τρόπο που η ιστορία δεν καταφέρνει». (Από τον εκδότη)

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Έτος

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Έκπτωση Προμηθευτή

Μετάφραση

Άλλα