THE BOOKS’ JOURNAL ΤΕΥΧΟΣ 51 – ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ 2015

4,99 

Στο νέο τεύχος του Books’ Journal, οι αναγνώστες θα βρουν μια σειρά κείμενα που επιχειρούν να φωτίσουν, λιτά και με σαφήνεια, την ταυτότητα ενός από τους σημαντικότερους έλληνες συγγραφείς.

Τη λογοτεχνική, αισθητική και πολιτική ταυτότητα του Κουμανταρέα καταγράφει η κριτικός Ελισάβετ Κοτζιά. Η μεταφράστρια (και τόσα άλλα) Ειρήνη Λεβίδη, και η επίσης μεταφράστρια (και τόσα άλλα) Κατερίνα Σχινά, αποτιμούν το τελευταίο βιβλίο του, Ο θησαυρός του χρόνου. Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου καταγράφει ττη λογοτεχνική διαδρομή του επιχειρώντας μια πρώτη αποτίμηση. Τη δική του αποτίμηση κάνει ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης. Ο Γιώργος Ζεβελάκης ανασκαλεύει τα αρχεία του και θυμάται τρία πρώιμα κείμενα του Κουμανταρέα, που δημοσιεύθηκαν σε ένα αριστερό περιοδικό (Επιθεώρηση Τέχνης), σε ένα κεντρώο (Εποχές) και σε ένα δεξιό (Η Συλλογή). Τέλος, ο διδάκτορας χρηματοοικονομικών, Στέλιος Παγανόπουλος, θυμάται τον συγγραφέα αρχίζοντας από τα πρώιμα χρόνια του, κοντά στην οικογένειά του – ο πατέρας του ήταν στέλεχος του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Αναδημοσιεύουμε παρακάτω ένα απόσπασμα από το κείμενο του Κουμανταρέα, «Η δόξα του σκαπανέα», που πρωτοδημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης – μια αισθηματική περιήγηση στην Καλαμάτα:

Ξανάβλεπε την οδό Αριστομένους με τις πράσινες ανακουφιστικές μουριές, το ποτάμι νωχελικό κι αργόστροφο να κολυμπά ανάσκελα στην καρδιά της πόλης κι άκουγε τη βροχή που τις νύχτες σκάλιζε με τα νύχια της πάνω στα κεραμίδια. Στο μοναστήρι οι γριές καλογριές υφαίνανε σαν μεταξοσκώληκες μεταξωτά και κουκουλάρικα κ’ οι ελιές στοιβαγμένες στα κιούπια έφεγγαν μέσα σε λάδι χρυσό. Οι τράτες ψήλωναν στις κουπαστές κεντημένες λεθρίνια και μαρίδα ψιλή κ’ η πόλη ήσυχη και καθημερινή έφευγε με τον καπνό από τις καμινάδες. Πέρα – μακριά στο βάθος, όρθωνε το ανάστημά του ο Ταΰγετος, γέρος αυστηρός βοσκός, τυλιγμένος στην καπότα του από χιόνι. Υπήρχε κάτι απάνω του που χαμήλωνε τη γη κι άνοιγε τόπο στον ουρανό. Ήταν κάτι να το χαίρεσαι και να το φοβάσαι. Κι όσο το βουνό ψήλωνε άγριο, προκλητικό, μια τομή ανάμεσα στη φίλη γη και στην ξένη, τόσο η πολιτεία μίκραινε και χανόταν.

Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας

Κωδικός προϊόντος: 9770001792587-51 Κατηγορία:

Περιγραφή

Στο νέο τεύχος του Books’ Journal, οι αναγνώστες θα βρουν μια σειρά κείμενα που επιχειρούν να φωτίσουν, λιτά και με σαφήνεια, την ταυτότητα ενός από τους σημαντικότερους έλληνες συγγραφείς.

Τη λογοτεχνική, αισθητική και πολιτική ταυτότητα του Κουμανταρέα καταγράφει η κριτικός Ελισάβετ Κοτζιά. Η μεταφράστρια (και τόσα άλλα) Ειρήνη Λεβίδη, και η επίσης μεταφράστρια (και τόσα άλλα) Κατερίνα Σχινά, αποτιμούν το τελευταίο βιβλίο του, Ο θησαυρός του χρόνου. Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου καταγράφει ττη λογοτεχνική διαδρομή του επιχειρώντας μια πρώτη αποτίμηση. Τη δική του αποτίμηση κάνει ο συγγραφέας Χρήστος Χωμενίδης. Ο Γιώργος Ζεβελάκης ανασκαλεύει τα αρχεία του και θυμάται τρία πρώιμα κείμενα του Κουμανταρέα, που δημοσιεύθηκαν σε ένα αριστερό περιοδικό (Επιθεώρηση Τέχνης), σε ένα κεντρώο (Εποχές) και σε ένα δεξιό (Η Συλλογή). Τέλος, ο διδάκτορας χρηματοοικονομικών, Στέλιος Παγανόπουλος, θυμάται τον συγγραφέα αρχίζοντας από τα πρώιμα χρόνια του, κοντά στην οικογένειά του – ο πατέρας του ήταν στέλεχος του Χρηματιστηρίου Αθηνών.

Αναδημοσιεύουμε παρακάτω ένα απόσπασμα από το κείμενο του Κουμανταρέα, «Η δόξα του σκαπανέα», που πρωτοδημοσιεύθηκε στην Επιθεώρηση Τέχνης – μια αισθηματική περιήγηση στην Καλαμάτα:

 

Ξανάβλεπε την οδό Αριστομένους με τις πράσινες ανακουφιστικές μουριές, το ποτάμι νωχελικό κι αργόστροφο να κολυμπά ανάσκελα στην καρδιά της πόλης κι άκουγε τη βροχή που τις νύχτες σκάλιζε με τα νύχια της πάνω στα κεραμίδια. Στο μοναστήρι οι γριές καλογριές υφαίνανε σαν μεταξοσκώληκες μεταξωτά και κουκουλάρικα κ’ οι ελιές στοιβαγμένες στα κιούπια έφεγγαν μέσα σε λάδι χρυσό. Οι τράτες ψήλωναν στις κουπαστές κεντημένες λεθρίνια και μαρίδα ψιλή κ’ η πόλη ήσυχη και καθημερινή έφευγε με τον καπνό από τις καμινάδες. Πέρα – μακριά στο βάθος, όρθωνε το ανάστημά του ο Ταΰγετος, γέρος αυστηρός βοσκός, τυλιγμένος στην καπότα του από χιόνι. Υπήρχε κάτι απάνω του που χαμήλωνε τη γη κι άνοιγε τόπο στον ουρανό. Ήταν κάτι να το χαίρεσαι και να το φοβάσαι. Κι όσο το βουνό ψήλωνε άγριο, προκλητικό, μια τομή ανάμεσα στη φίλη γη και στην ξένη, τόσο η πολιτεία μίκραινε και χανόταν. 

 

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Έτος

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Έκπτωση Προμηθευτή

Άλλα