ΠΡΟΤΑΓΜΑ ΤΕΥΧΟΣ 9 ΙΟΥΛΙΟΣ 2015

7,00 

*Απόσπασμα από το editorial του 9ου τεύχους του Προτάγματος.

[…]

Γαλλία: «στρατιωτικό κράτος» ή «νέος Μάης του ‘68»;

α) Το κίνημα ενάντια στο νόμο Ελ Κομρί

Αν μετά τον Δεκέμβρη του 2008 και, στη συνέχεια, με αφορμή την κρίση, η Ελλάδα έχει καταστεί σημείο αναφοράς εντός των αριστερών και αναρχικών χώρων αρκετών δυτικών χωρών, στα καθ’ ημάς η Γαλλία διατηρεί πάντοτε την αίγλη της ως παραδοσιακή πατρίδα της Επανάστασης. Κι έτσι, με κάθε ευκαιρία, διαβάζουμε στον αριστερό τύπο αλλά και σε αναρχικές ανταποκρίσεις και αναλύσεις για κάποιο «νέο Μάη του ‘68», για «κοινωνική έκρηξη», για τα «προάστια που βράζουν» κ.ο.κ. Ανάλογα με την αφορμή, κάθε χώρος προβάλλει τις επιθυμίες του και τις φαντασιώσεις του: η Αριστερά στα «κοινωνικά κινήματα ενάντια στη λιτότητα» και οι αναρχικοί σε οτιδήποτε τους θυμίζει όσα συνέβησαν στα περίφημα προάστια των μεγάλων γαλλικών πόλεων το 2005. Θα έλεγε κανείς πως οι τρέχουσες κινητοποιήσεις ικανοποιούν πλήρως και τους δύο χώρους: από τη μια μεριά παραδοσιακού τύπου, γραφειοκρατικές κινητοποιήσεις πλήρως ελεγχόμενες από τις ηγεσίες των γαλλικών συνδικάτων και ιδιαίτερα από την κομμουνιστική CGT (ένα μοντέλο που ανταποκρίνεται πλήρως στα κριτήρια της Αριστεράς) και από την άλλη ένα μάλλον πρωτόγνωρο για τα γαλλικά δεδομένα κύμα «μπαχάλων», του οποίου η αναπαραγωγή μέσω των ΜΜΕ θρέφει σε μεγάλο βαθμό τις ελπίδες των εκτός Γαλλίας θεατών (και εξάπτει ιδιαίτερα τις φαντασιώσεις των αναρχικών). Ταυτόχρονα, η ανάδυση ενός κινήματος όπως το «Όρθιοι τη Νύχτα [Nuit Debout]» αναπτέρωσε τις ελπίδες όλου αυτού του κόσμου ο οποίος, πέρα, πολύ συχνά, από τους παραδοσιακούς πολιτικούς χώρους, είχε συμμετάσχει στο Κίνημα των Πλατειών του 2011, έχοντας -συχνά- ανδρωθεί πολιτικά μέσα από τις διαδικασίες του.

Προφανώς κι είναι ελπιδοφόρο να βλέπει κανείς την κοινωνία ν’ αντιστέκεται στην προσπάθεια μιας κυβέρνησης να κατεδαφίσει κατακτήσεις δεκαετιών ολόκληρων -ειδικά αν λάβουμε υπόψη την πλήρη παραίτηση έστω και των μειοψηφικών εκείνων κομματιών της ελληνικής κοινωνίας που συνέχιζαν να συμμετέχουν στις όποιες κινητοποιήσεις ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές μέχρι -χονδρικά- και το 2012. Ωστόσο, όταν μιλάμε για πολιτικούς χώρους οι οποίοι επιδιώκουν να βρίσκονται στην πρωτοπορία των όποιων κοινωνικών αγώνων, η σοβαρότητα κι η αίσθηση καθήκοντος επιτάσσουν μια προσπάθεια ψύχραιμης ανάλυσης των όσων εκάστοτε συμβαίνουν. Αυτό που μας λείπει δεν είναι κάποια ελπίδα, δίχως την οποία γινόμαστε επαίτες που αναζητούμε, στα πλαίσια ενός ανεστραμμένου εξωτισμού, κάποια μυθολογική εκπλήρωση των βαθύτερων πόθων μας στα τεκταινόμενα άλλων χωρών· αυτό που μας λείπει, όλο και περισσότερο, είναι η ικανότητα ψύχραιμης ανάλυσης των εκάστοτε γεγονότων με σκοπό την αποκόμιση χρήσιμων συμπερασμάτων για το τι κάνουμε και που πάμε.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν δούμε τα πράγματα με μια τέτοια κατά το δυνατόν ψύχραιμη ματιά, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ της πραγματικότητας και της μηντιακής της απεικόνισης, στην οποία και βασίζονται οι αριστερές και αναρχικές ανταποκρίσεις και αναλύσεις. Είναι ενδεικτικό της παρακμής αυτών των πολιτικών χώρων, οι οποίοι βυθίζονται όλο και περισσότερο στην πλήρη ανυποληψία, το γεγονός πως, ενώ έχουν τόσα μέλη τους ως φοιτητές σε ευρωπαϊκές πόλεις -εν προκειμένω στο Παρίσι-, παραμένουν σταθερά εκτός τόπου και χρόνου κάθε φορά που προσπαθούν ν’ αναλύσουν κάτι που συμβαίνει σε μια από αυτές τις πόλεις ή στις αντίστοιχες χώρες. Προφανώς γι’ αυτό ευθύνεται το γεγονός πως οι νεαροί αυτοί κινηματίες, αντί να προσπαθούν να γνωρίσουν όσο καλύτερα γίνεται τις κοινωνίες που τους φιλοξενούν, απλώς διάγουν έναν τρόπο ζωής α λα Erasmus: χαλαρή φοιτητική ζωή -ακόμα κι όταν δεν είμαστε πια φοιτητές- και κυρίως συγχρωτισμός σχεδόν αποκλειστικά με Έλληνες ή, έστω, ιθαγενείς ή άλλους μη Έλληνες κινηματίες οι οποίοι όμως, ως τέτοιοι, αναπαράγουν τα γνωστά πολιτικά κλισέ.

French Nuclear Plant Employees on StrikeΣε ό,τι αφορά τώρα στο γαλλικό κίνημα ενάντια στο νόμο της υπουργού Ελ Κομρί, μακράν του να μας γεμίζει ελπίδα, η εξέλιξη αυτή θα πρέπει να μας προβληματίσει, μιας και καταδεικνύει όλα εκείνα τα εμπόδια που έχει σήμερα να ξεπεράσει κάθε κοινωνικό κίνημα που θα ήθελε να έχει αξιώσεις ριζοσπαστικότητας. Καταρχάς, η συμμετοχή του κόσμου ήταν αρκετά μικρή, αν τη συγκρίνουμε, για παράδειγμα, με την αντίστοιχη στο κίνημα του 2010 ενάντια στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση που τελικά κατάφερε να περάσει ο Σαρκοζύ. Βασικό ρόλο σε αυτό παίζει φυσικά το γεγονός πως έχουμε «σοσιαλιστική» κυβέρνηση και παραδοσιακά στη Γαλλία ο κόσμος δεν κινητοποιείται ιδιαίτερα όταν στην εξουσία βρίσκεται το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Παρ’ όλα αυτά, ο Ολάντ είναι ο πιο αποτυχημένος Πρόεδρος της Πέμπτης Δημοκρατίας με όρους δημοτικότητας σε βαθμό που είτε θα είναι ο πρώτος που δε θα θέσει υποψηφιότητα για μια νέα πενταετία στις εκλογές του 2017 είτε, αν τελικά κατέβει, θα αποτύχει καθ’ όλες τις ενδείξεις να περάσει στον δεύτερο γύρο. Κι όμως, μέσα σε αυτό το κλίμα γενικής απαξίωσης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που έχει χάσει όλα του τα κοινωνικά στηρίγματα, ο ιδιωτικός τομέας -τον οποίο και αφορά, σχεδόν αποκλειστικά, η επιβαλλόμενη μεταρρύθμιση- είναι σταθερά απών από τις κινητοποιήσεις. Σε αυτές συμμετέχουν κυρίως εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα, από τους σιδηροδρομικούς και τους πιλότους της Air France, μέχρι τους σκουπιδιάρηδες και τους εργαζόμενους στην EDF, τη γαλλική ΔΕΗ. Είναι δε ενδεικτικό πως η συμμετοχή είναι υψηλότερη σε περιοχές που είχαν ψηφίσει τους Σοσιαλιστές στις εκλογές του 2012, πιστεύοντας στις υποσχέσεις του Ολάντ που μιλούσε τότε ενάντια στη λιτότητα και συστηνόταν ως «εχθρός των χρηματοοικονομικών κύκλων».

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να έχουμε ένα κίνημα πλήρως κυριαρχούμενο από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, οι οποίες βρίσκουν αφορμή για να λύσουν τις διαφορές τους με τους Σοσιαλιστές. Ειδικά για την CGT, που είχε στηρίξει τον Ολάντ το 2012 και βρίσκεται σε εσωτερική κρίση τα τρία τελευταία χρόνια, πρόκειται για μια πρώτης τάξης ευκαιρία να καταθέσει πιστοποιητικά αγωνιστικότητας και μαχητικότητας μήπως και περιορίσει τη συρρίκωνση του αριθμού των μελών της που παρατηρείται τον εδώ και κάποιον καιρό. Οι πιο θεαματικές ενέργειες -αποκλεισμός δυιλιστηρίων κ.λπ.- οργανώνονται από δραστήριες μειοψηφίες, δίχως να απολαμβάνουν κάποιας ιδιαίτερης ενεργής στήριξης από την πλευρά της κοινωνίας, όπως αντίθετα είχε συμβεί σε ένα βαθμό το 2010 κατά τους αντίστοιχους αποκλεισμούς διυλιστηρίων. Κι έτσι, μετά την σχετική κορύφωση -από άποψη συμμετοχής- κατά τα τέλη του Μαρτίου, τα συνδικάτα δίνουν πλέον εντελώς παραληρηματικές εκδοχές της πραγματικότητας κατά τη γνωστή «μάχη των αριθμών» με την Αστυνομία σχετικά με τα επίπεδα συμμετοχής στην εκάστοτε διαδήλωση[1].

Μόνη, αρχικά, πραγματικά ελπιδοφόρα νότα μέσα σε αυτήν την κατάσταση υπήρξε το κίνημα «Όρθιοι τη Νύχτα». Μια αυτόνομη κινητοποίηση, ανεξάρτητη από τα αριστερίστικα γκρουπούσκουλα που μόνο στη συνέχεια ήρθαν να συμμετάσχουν προκειμένου, ως συνήθως, να καπελώσουν ό,τι μπορούν. Ως προς τη μορφή του, το κίνημα συνέχισε την παράδοση των ισπανών Αγανακτισμένων, του δικού μας Κινήματος των Πλατειών και του αμερικανικού Occupy, με τη μόνη διαφορά πως στη Γαλλία οι πλατείες δεν κατελήφθησαν, μιας και ο κόσμος αποχωρούσε από αυτές τη νύχτα, μετά το πέρας των διαδικασιών, ή είχε την άδεια της Αστυνομίας και των εκάστοτε δημοτικών αρχών.

β) Τα κινήματα-βέτο στη σημερινή ιστορική συγκυρία

Από την άποψη του περιεχομένου και της πολιτικής του «ποιότητας», ωστόσο, το κίνημα αυτό συγκέντρωσε μάλλον τα αρνητικά στοιχεία αυτών των τελευταίων κι ελάχιστα -ή ακόμη και κανένα- από τα θετικά τους. Κατά κύριο λόγο υπήρξε κίνημα των νεαρών διπλωματούχων μεσαίων τάξεων τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα: καθηγητές της δημόσιας εκπαίδευσης, μέλη του ΜΚΟ σύμπαντος, εργαζόμενοι σε συγκεκριμένες κατηγορίες του ιδιωτικού τομέα (πληροφορική, διαφήμιση κ.λπ.), φοιτητές κ.ο.κ. Ήδη η «ταξική» αυτή διάρθρωση μας βοηθά να καταλάβουμε το κυρίαρχο πολιτιστικό στυλ του κινήματος: εμμονή με τη μηντιακή και ιντερνετική του προβολή, κυριαρχία του -αφελούς- διακηρυκτικισμού εις βάρος της οποιασδήποτε προσπάθειας δημιουργίας στοιχειωδών δομών (όπως είχε, αντίθετα, συμβεί στο Σύνταγμα, με τις διάφορες θεματικές και ομάδες εργασίας) και μια αφελώς σοσιαλδημοκρατική ατζέντα που φανέρωσε κι εδώ ότι κυρίαρχο στοιχείο ήταν οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι των Σοσιαλιστών κατά τις προηγούμενες εκλογές. Ταυτόχρονα, η μικρή συμμετοχή λαϊκών στοιχείων (σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην Ελλάδα αλλά και στην Ισπανία) επέτρεψε την πλήρη κυριαρχία αυτού του μεσοαστικού-«χίπικου» προσανατολισμού, του ιδιαιτέρως αποτρεπτικού προς κάθε ριζοσπαστικότερη ή έστω συγκρουσιακότερη εξέλιξη. Θα έλεγε κανείς πως, από ένα σημείο κι έπειτα, το κίνημα εξέφραζε σε μεγάλο βαθμό τις βλέψεις τούτων των πολιτικά ορθώς σκεπτόμενων τριαντάρηδων που νιώθουν προδομένοι από το κράτος που δεν μπορεί πλέον να τους προσφέρει υποτροφίες -σε ό,τι αφορά στους φοιτητές και τους ακαδημαϊκούς ερευνητές- και εγγυήσεις κοινωνικής σταθερότητας και ανόδου, σε επαγγελματικό επίπεδο.

Τουλάχιστον στο Παρίσι και στη Μασσαλία, όπου είχαμε άμεση πρόσβαση, το κίνημα δεν ξέφυγε από αυτά τα χαρακτηριστικά, οδηγούμενο, από ένα σημείο κι έπειτα, στην αιμορραγία. Ακόμη όμως κι αν είχε λάβει από την αρχή μια πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση, δε θα απέφευγε την πρόσκρουση στους ανυπέρβλητους περιορισμούς που συναντά μέσα στην παρούσα κοινωνικοϊστορική συνθήκη κάθε αποκλειστικά «αρνητικό» κίνημα, δηλαδή κάθε κίνημα-βέτο, που απλώς στοχεύει στο μπλοκάρισμα κάποιων επιβαλλόμενων πολιτικών. Όπως το είδαμε και στην περίπτωση του ισπανικού, του ελληνικού και του αμερικανικού κινήματος αυτού του είδους οι κινητοποιήσεις, ακόμη κι όταν προσπαθήσουν να εκφράσουν μια ευρύτερη αμεσοδημοκρατική και, ως εκ τούτου, «θετική» πρόταση, γρήγορα προσκρούουν σε έναν οιωνεί ανυπέρβλητο σοσιαλδημοκρατικό ορίζοντα, ο οποίος πιστεύει ότι η ανατροπή των «μέτρων λιτότητας» συνιστά απλώς και μόνο ζήτημα πολιτικής βούλησης κι επιλογής. Μπορεί στην ελληνική περίπτωση αυτοί που πίεζαν προς αυτήν την κατεύθυνση να ήταν κυρίως οι καπελωματικές αριστερίστικες γραφειοκρατίες -μεταξύ των οποίων κι ο αντιπολιτευόμενος, τότε, ΣΥΡΙΖΑ[2]-, ωστόσο μεγάλο μέρος και του «τίμιου» πολιτικά κόσμου δυσκολευόταν να παραδεχτεί πως αυτή η στροφή στη λιτότητα δε συνιστά απλά προϊόν κάποιας κακόβουλης συνωμοσίας του Σόιμπλε και άλλων ολιγαρχικών κύκλων, αλλά αναγκαστική εξέλιξη, που συνιστά συνέπεια κοινωνικών και οικονομικών μετασχηματισμών που πάνε πίσω στη δεκαετία του ’70 (συστηματική αποβιομηχανοποίηση της Δύσης, κατάργηση ρυθμιστικών μηχανισμών των κρατών, περιορισμός των φυσικών πόρων κ.λπ.) και στην πραγματικότητα αντανακλούν βαθύτερες εξελίξεις, όπως αυτές που προσπαθούμε κι εμείς να φωτίσουμε σε ένα κείμενο που δημοσιεύουμε σχετικά με το αγροτικό ζήτημα. Το γεγονός πως οι ευρωπαϊκές ηγεσίες και οι διάφοροι υπερεθνικοί θεσμοί, ελλείψει σοβαρών κοινωνικών κινημάτων, προχωρούν σε αυτό το δημοσιονομικό συμμάζεμα μέσω πολιτικών άγριας λιτότητας, επιβάρυνσης των φτωχών ή μεσαίων στρωμάτων, επωφελούμενες της κρίσης για να αναδιανείμουν τον πλούτο προς όφελος των πιο εύρωστων κοινωνικών τάξεων, μας κάνει συχνά να ξεχνάμε πως δεν πρόκειται εδώ απλώς για ταξική αντεκδίκηση των «από πάνω» και για την επιβολή μιας ακόμη «καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης».

Εντός ενός τέτοιου πλαισίου, κάθε προσπάθεια αντίστασης στις επιβαλλόμενες πολιτικές που δεν προσπαθεί να επεξεργαστεί κάποια συνολική πρόταση εξόδου από τη σημερινή κατάσταση, δεν μπορεί παρά να οδηγείται σε συντριπτικές ήττες. Και φυσικά με «συνολική πρόταση εξόδου» δεν εννοούμε φαντασιοκοπίες τύπου «κομμουνισμός» και «αναρχία», αλλά κάποιο απελευθερωτικό πρόταγμα που θα λαμβάνει υπόψη το θεμελιώδες γεγονός της σπάνης των φυσικών πόρων και της συνακόλουθης αδυναμίας του ανθρώπινου γένους ν’ αυξάνεται και να πληθύνεται απεριόριστα -τόσο από στενά πληθυσμιακή άποψη όσο και (κυρίως) από την άποψη της μεγέθυνσης του οικολογικού του αποτυπώματος επί του πολύπαθου πλανήτη μας. Σε ό,τι μας αφορά, παίρνουμε αφορμή από τις πρόσφατες αγροτικές κινητοποιήσεις στην Ελλάδα -οι οποίες, ακόμη κι αν δεν ήταν στενά συντεχνιακές, πάλι θα εντάσσονταν πλήρως στο περιγραφόμενο σχήμα- προκειμένου να σκιαγραφήσουμε ορισμένες από αυτές τις παραμέτρους. Συνιστά το κείμενό μας «Το αγροτικό ζήτημα και οι ανθρωπολογικές διαστάσεις του στην σημερινή ιστορική συγκυρία» την αρχή μιας συστηματικότερης μας ενασχόλησης με το ζήτημα του ορισμού ενός απελευθερωτικού πολιτικού προτάγματος εντός των σημερινών συνθηκών, στα πλαίσια της γενικότερης γραμμής αποανάπτυξη-τοπικοποίηση.

γ) Όξυνση της καταστολής ή γενικευμένα «μπάχαλα»;

Λογικό, λοιπόν, που μέσα σε αυτό το γενικότερο αδιέξοδο το μόνο ενδεχομένως πραγματικά καινοτόμο στοιχείο της τρέχουσας κατάστασης στη Γαλλία είναι η δυναμική εμφάνιση μιας νέας γενιάς -καταπώς φαίνεται- νεαρών «μπάχαλων» οι οποίοι και πρωταγωνίστησαν στα επεισόδια και στους βανδαλισμούς που τόσο πολύ αναπαρήχθησαν από τα ΜΜΕ. Αν παραδοσιακά στη Γαλλία ο χώρος της «μπαχαλιάδας» κυριαρχείτο από τους «Αυτόνομους» (τους λεγόμενους Τοτό[3]), νεολαιίστικες ομάδες δηλαδή που κινούνται στα πλαίσια του μαρξιστικού «εργατισμού», πλέον πρέπει να έχει αναδυθεί μια νέα γενιά, πολύ λιγότερο πολιτικοποιημένη κι επηρεασμένη κυρίως από τη νεανική-οπαδική κουλτούρα των Antifa ομάδων. Τούτος ο πολιτικά τυφλός φιλονεϊκός λαϊκισμός αφαιρεί από τον «εξεγερσιακό» αυτό χώρο κάθε στοιχείο πολιτικού στοχασμού και κρίσης, οδηγώντας σε τούτα τα πρωτόγνωρα για τη (μη «προαστιακή») Γαλλία φαινόμενα: επιθέσεις σε κάθε είδους «κρατικό» στόχο (από το κτήριο ενός παιδικού νοσοκομείου στο Παρίσι μέχρι τα ποδήλατα και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα του δήμου που μπορούν να νοικιάζουν οι πολίτες κ.ο.κ.) αλλά και σε μαγαζιά και άλλα σύμβολα της «εμπορευματικής-θεαματικής κοινωνίας». Προφανώς, μακράν του να εκφράζουν κάποια «ριζοσπαστικοποίηση» της νεολαίας, αυτά τα φαινόμενα συνιστούν μέτρο της παρακμής του γαλλικού κοινωνικού κινήματος. Απ’ ό,τι φαίνεται, η αυτοεγκωμιαστική προπαγάνδα που κάνουν υπέρ του ελληνικού αναρχικού Χώρου και των γνωστών του πρακτικών οι διάφοροι αναρχικοί έλληνες φοιτητές στο εξωτερικό έχει δώσει καρπούς. Στο εσωτερικό αυτών των «Αντιφά» ομάδων η Ελλάδα συνιστά ένα είδος πρωτοπορίας, στα πλαίσια μιας εφηβικής αντίληψης περί πολιτικής που συνδέει τις εικόνες των «μπαχάλων» του Δεκεμβρίου του 2008 με την ιδέα περί της Ελλάδας-πειραματόζωου της λιτότητας και χώρας του αντιφασίστα «μάρτυρα» Παύλου Φύσσα.

France ProtestsΚι όπως και στην περίπτωση του «Όρθιοι τη Νύχτα», έτσι κι εδώ έχουμε την ιδιαίτερα χαρακτηριστική σαγήνη που ασκεί η δημοσιότητα κι η μηντιοποίηση στους πρωταγωνιστές αυτών των επεισοδίων. Με ιστοσελίδες όπως το αριστερίστικο Taranisnews.com, που ειδικεύονται στη δημοσιοποίηση κινηματικών βίντεο με συγκρούσεις κι επεισόδια, δίχως τον παραμικρό σχολιασμό, ο ναρκισσισμός της αυτοπαρουσίασης φτάνει στο απόγειο του. Οριακά πλέον κάνει κανείς «μπάχαλα» προκειμένου να τα δει «ανεβασμένα» στο ίντερνετ, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι οργανωμένοι οπαδοί των αθλητικών σωματείων βιντεοσκοπούν κάθε φορά την κερκίδα κάθε αγώνα, προκειμένου να δημοσιοποιήσουν τα σχετικά πλάνα στις ιστοσελίδες τους. Ίσως να μην είναι τυχαίο, εν προκειμένω, το γεγονός πως τέτοιες πρακτικές των λεγόμενων Ultras[4] είχαν αρχίσει εδώ και κάποια χρόνια να διαδίδονται στο «Αντιφά» κίνημα διά της συνεργασίας με τις αντίστοιχες «Αντιφά» μερίδες οργανωμένων οπαδών. Βλέπουμε εδώ πώς οι πιο διαπρύσιοι κατήγοροι της «κοινωνίας του θεάματος» είναι πολύ συχνά βαθιά εμποτισμένοι από αυτή τη λογική που μετατρέπει κάθε πράξη και βίωμα σε «θέαμα».

Ειρήσθω εν παρόδω ότι όλος αυτός ο χαμός που έγινε σχετικά με τους «στρατιωτικούς νόμους στη Γαλλία» και την υποτιθέμενη προσπάθεια επιβολής ολοκληρωτισμού με αφορμή τα χτυπήματα, τόσο του Ιανουαρίου όσο και του Νοεμβρίου του 2015 -ας θυμηθούμε την αφίσα που είχαν κυκλοφορήσει μετά το Σαρλί οι «Αυτόνομοι»-, συνιστά φιάσκο ολκής. Διότι η προσπάθεια του Ολάντ να μεταρρυθμίσει το Σύνταγμα εισάγοντας ένα άρθρο σχετικά με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης απέτυχε πανηγυρικά. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση αποσκοπούσε στο να δώσει συνταγματική κατοχύρωση στις σχετικές αποφάσεις του Προέδρου και της κυβέρνησης. Μέχρι τώρα τις αποφάσεις αυτές τις υποστήριζαν μόνο μερικοί νόμοι, οι οποίοι δε διαθέτουν την αυξημένη ισχύ και το κύρος των συνταγματικών προβλέψεων. Με άλλα λόγια, η συνέχιση ή και, πιθανόν, η μακρόχρονη παγίωση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης είναι εξαιρετικά δύσκολη και βασίζεται στην πολιτική βούληση του κυβερνώντος σχηματισμού, στο γενικότερο πολιτικό κλίμα και στους συσχετισμους ισχύος μέσα στα όργανα κοινοβουλευτικού ελέγχου. Με μια σχετική συνταγματική κατοχύρωση, η καθιέρωση και επιμύκηνσή του θα συνδεόταν με αρμοδιότητες και υποχρεώσεις που απορρέουν από το Σύνταγμα και θα αποκοβόταν από τα σχετικά με το πολιτικό κόστος ζητήματα.

Το ίδιο συνέβη και με την έτερη προσπάθεια του Ολάντ να καθιερώσει την απώλεια της γαλλικής υπηκοότητας στους πολίτες που την κατέχουν λόγω του ότι γεννήθηκαν στη Γαλλία από μη γάλλους γονείς, στην περίπτωση που διαπράξουν σοβαρά εγκλήματα κατά του γαλλικού έθνους. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη ισχύει ήδη για όσους πολιτογραφήθηκαν Γάλλοι κάποια στιγμή στη ζωή τους (μπορεί να τους αφαιρεθεί αν διαπράξουν σοβαρά εγκλήματα κατά της Γαλλίας), καθώς και για τους Γάλλους που πήραν την υπηκοότητα ενός άλλου κράτους (επειδή προφανώς δε θεωρούν πλέον ότι ανήκουν στο γαλλικό έθνος). Η υπουργός Δικαιοσύνης, Κριστίν Τομπιρά, παραιτήθηκε, η κοινοβουλευτική ομάδα του Σοσιαλιστικού Κόμματος διακήρυξε πως θα καταψήφιζε τα μέτρα, ενώ το ίδιο έκανε και η δεξιά πλειοψηφία της Γερουσίας. Πώς μπορεί να μιλά κανείς για ολοκληρωτισμό, όταν τις βουλές της εξουσίας τις μπλοκάρουν όχι ένα αλλά δύο ολόκληρα θεσμικά σώματα, αρχικά η Βουλή και στη συνέχεια η Γερουσία, η οποία στη Γαλλία φτιάχτηκε ακριβώς για να δρα ως παράγων συντήρησης και σταθερότητας, που μπλοκάρει κάθε ριζοσπαστική -είτε προς τα αριστερά είτε προς τα δεξιά- νομοθετική παρεκτροπή της Βουλής;

[1] Κατά τις πορείες των πρώτων εβδομάδων του Ιουνίου, για παράδειγμα, τόσο στο Παρίσι όσο και στη Μασσαλία, η διαφορά μεταξύ της εκδοχής της Αστυνομίας, από τη μια πλευρά, κι εκείνης της CGT, από την άλλη, ήταν τόσο πρωτόγνωρα μεγάλη που η συνδικαλιστική ηγεσία σχεδόν γελοιοποιήθηκε για τα υπερβολικά «φουσκωμένα» νούμερα που παρουσίασε στην προσπάθειά της να πείσει ότι το κίνημα δεν φυλλοροεί.

[2] Βλ. Σχετικά και την ανάλυσή μας, «Το Κίνημα των Πλατειών και οι δυσκολίες δημιουργίας ενός δημοκρατικού κινήματος», Πρόταγμα, τ. 3, Δεκέμβριος 2011.

[3] Totos: χαϊδευτικό παρατσούκλι εκ του Autonomes (Οτονόμ) που σημαίνει «Αυτόνομοι» στα γαλλικά.

[4] Μια ιστορικοκοινωνιολογική προσέγγιση των οποίων μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο του S. Louis, Το φαινόμενο των Ultras στην Ιταλία, μτφρ. Β. Γιαννακοπούλου, Αθήνα, Απρόβλεπτες Εκδόσεις, 2011.

[…]

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

Κωδικός προϊόντος: NO ISBN 000421 112 112 Κατηγορία:

Περιγραφή

*Απόσπασμα από το editorial του 9ου τεύχους του Προτάγματος.

[…]

Γαλλία: «στρατιωτικό κράτος» ή «νέος Μάης του ‘68»;

 

α) Το κίνημα ενάντια στο νόμο Ελ Κομρί

Αν μετά τον Δεκέμβρη του 2008 και, στη συνέχεια, με αφορμή την κρίση, η Ελλάδα έχει καταστεί σημείο αναφοράς εντός των αριστερών και αναρχικών χώρων αρκετών δυτικών χωρών, στα καθ’ ημάς η Γαλλία διατηρεί πάντοτε την αίγλη της ως παραδοσιακή πατρίδα της Επανάστασης. Κι έτσι, με κάθε ευκαιρία, διαβάζουμε στον αριστερό τύπο αλλά και σε αναρχικές ανταποκρίσεις και αναλύσεις για κάποιο «νέο Μάη του ‘68», για «κοινωνική έκρηξη», για τα «προάστια που βράζουν» κ.ο.κ. Ανάλογα με την αφορμή, κάθε χώρος προβάλλει τις επιθυμίες του και τις φαντασιώσεις του: η Αριστερά στα «κοινωνικά κινήματα ενάντια στη λιτότητα» και οι αναρχικοί σε οτιδήποτε τους θυμίζει όσα συνέβησαν στα περίφημα προάστια των μεγάλων γαλλικών πόλεων το 2005. Θα έλεγε κανείς πως οι τρέχουσες κινητοποιήσεις ικανοποιούν πλήρως και τους δύο χώρους: από τη μια μεριά παραδοσιακού τύπου, γραφειοκρατικές κινητοποιήσεις πλήρως ελεγχόμενες από τις ηγεσίες των γαλλικών συνδικάτων και ιδιαίτερα από την κομμουνιστική CGT (ένα μοντέλο που ανταποκρίνεται πλήρως στα κριτήρια της Αριστεράς) και από την άλλη ένα μάλλον πρωτόγνωρο για τα γαλλικά δεδομένα κύμα «μπαχάλων», του οποίου η αναπαραγωγή μέσω των ΜΜΕ θρέφει σε μεγάλο βαθμό τις ελπίδες των εκτός Γαλλίας θεατών (και εξάπτει ιδιαίτερα τις φαντασιώσεις των αναρχικών). Ταυτόχρονα, η ανάδυση ενός κινήματος όπως το «Όρθιοι τη Νύχτα [Nuit Debout]» αναπτέρωσε τις ελπίδες όλου αυτού του κόσμου ο οποίος, πέρα, πολύ συχνά, από τους παραδοσιακούς πολιτικούς χώρους, είχε συμμετάσχει στο Κίνημα των Πλατειών του 2011, έχοντας -συχνά- ανδρωθεί πολιτικά μέσα από τις διαδικασίες του.

Προφανώς κι είναι ελπιδοφόρο να βλέπει κανείς την κοινωνία ν’ αντιστέκεται στην προσπάθεια μιας κυβέρνησης να κατεδαφίσει κατακτήσεις δεκαετιών ολόκληρων -ειδικά αν λάβουμε υπόψη την πλήρη παραίτηση έστω και των μειοψηφικών εκείνων κομματιών της ελληνικής κοινωνίας που συνέχιζαν να συμμετέχουν στις όποιες κινητοποιήσεις ενάντια στις μνημονιακές πολιτικές μέχρι -χονδρικά- και το 2012. Ωστόσο, όταν μιλάμε για πολιτικούς χώρους οι οποίοι επιδιώκουν να βρίσκονται στην πρωτοπορία των όποιων κοινωνικών αγώνων, η σοβαρότητα κι η αίσθηση καθήκοντος επιτάσσουν μια προσπάθεια ψύχραιμης ανάλυσης των όσων εκάστοτε συμβαίνουν. Αυτό που μας λείπει δεν είναι κάποια ελπίδα, δίχως την οποία γινόμαστε επαίτες που αναζητούμε, στα πλαίσια ενός ανεστραμμένου εξωτισμού, κάποια μυθολογική εκπλήρωση των βαθύτερων πόθων μας στα τεκταινόμενα άλλων χωρών· αυτό που μας λείπει, όλο και περισσότερο, είναι η ικανότητα ψύχραιμης ανάλυσης των εκάστοτε γεγονότων με σκοπό την αποκόμιση χρήσιμων συμπερασμάτων για το τι κάνουμε και που πάμε.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν δούμε τα πράγματα με μια τέτοια κατά το δυνατόν ψύχραιμη ματιά, θα διαπιστώσουμε ότι υπάρχει μεγάλη απόσταση μεταξύ της πραγματικότητας και της μηντιακής της απεικόνισης, στην οποία και βασίζονται οι αριστερές και αναρχικές ανταποκρίσεις και αναλύσεις. Είναι ενδεικτικό της παρακμής αυτών των πολιτικών χώρων, οι οποίοι βυθίζονται όλο και περισσότερο στην πλήρη ανυποληψία, το γεγονός πως, ενώ έχουν τόσα μέλη τους ως φοιτητές σε ευρωπαϊκές πόλεις -εν προκειμένω στο Παρίσι-, παραμένουν σταθερά εκτός τόπου και χρόνου κάθε φορά που προσπαθούν ν’ αναλύσουν κάτι που συμβαίνει σε μια από αυτές τις πόλεις ή στις αντίστοιχες χώρες. Προφανώς γι’ αυτό ευθύνεται το γεγονός πως οι νεαροί αυτοί κινηματίες, αντί να προσπαθούν να γνωρίσουν όσο καλύτερα γίνεται τις κοινωνίες που τους φιλοξενούν, απλώς διάγουν έναν τρόπο ζωής α λα Erasmus: χαλαρή φοιτητική ζωή -ακόμα κι όταν δεν είμαστε πια φοιτητές- και κυρίως συγχρωτισμός σχεδόν αποκλειστικά με Έλληνες ή, έστω, ιθαγενείς ή άλλους μη Έλληνες κινηματίες οι οποίοι όμως, ως τέτοιοι, αναπαράγουν τα γνωστά πολιτικά κλισέ.

[French Nuclear Plant Employees on Strike] Σε ό,τι αφορά τώρα στο γαλλικό κίνημα ενάντια στο νόμο της υπουργού Ελ Κομρί, μακράν του να μας γεμίζει ελπίδα, η εξέλιξη αυτή θα πρέπει να μας προβληματίσει, μιας και καταδεικνύει όλα εκείνα τα εμπόδια που έχει σήμερα να ξεπεράσει κάθε κοινωνικό κίνημα που θα ήθελε να έχει αξιώσεις ριζοσπαστικότητας. Καταρχάς, η συμμετοχή του κόσμου ήταν αρκετά μικρή, αν τη συγκρίνουμε, για παράδειγμα, με την αντίστοιχη στο κίνημα του 2010 ενάντια στην ασφαλιστική μεταρρύθμιση που τελικά κατάφερε να περάσει ο Σαρκοζύ. Βασικό ρόλο σε αυτό παίζει φυσικά το γεγονός πως έχουμε «σοσιαλιστική» κυβέρνηση και παραδοσιακά στη Γαλλία ο κόσμος δεν κινητοποιείται ιδιαίτερα όταν στην εξουσία βρίσκεται το Σοσιαλιστικό Κόμμα. Παρ’ όλα αυτά, ο Ολάντ είναι ο πιο αποτυχημένος Πρόεδρος της Πέμπτης Δημοκρατίας με όρους δημοτικότητας σε βαθμό που είτε θα είναι ο πρώτος που δε θα θέσει υποψηφιότητα για μια νέα πενταετία στις εκλογές του 2017 είτε, αν τελικά κατέβει, θα αποτύχει καθ’ όλες τις ενδείξεις να περάσει στον δεύτερο γύρο. Κι όμως, μέσα σε αυτό το κλίμα γενικής απαξίωσης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, που έχει χάσει όλα του τα κοινωνικά στηρίγματα, ο ιδιωτικός τομέας -τον οποίο και αφορά, σχεδόν αποκλειστικά, η επιβαλλόμενη μεταρρύθμιση- είναι σταθερά απών από τις κινητοποιήσεις. Σε αυτές συμμετέχουν κυρίως εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα, από τους σιδηροδρομικούς και τους πιλότους της Air France, μέχρι τους σκουπιδιάρηδες και τους εργαζόμενους στην EDF, τη γαλλική ΔΕΗ. Είναι δε ενδεικτικό πως η συμμετοχή είναι υψηλότερη σε περιοχές που είχαν ψηφίσει τους Σοσιαλιστές στις εκλογές του 2012, πιστεύοντας στις υποσχέσεις του Ολάντ που μιλούσε τότε ενάντια στη λιτότητα και συστηνόταν ως «εχθρός των χρηματοοικονομικών κύκλων».

Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι να έχουμε ένα κίνημα πλήρως κυριαρχούμενο από τις συνδικαλιστικές γραφειοκρατίες, οι οποίες βρίσκουν αφορμή για να λύσουν τις διαφορές τους με τους Σοσιαλιστές. Ειδικά για την CGT, που είχε στηρίξει τον Ολάντ το 2012 και βρίσκεται σε εσωτερική κρίση τα τρία τελευταία χρόνια, πρόκειται για μια πρώτης τάξης ευκαιρία να καταθέσει πιστοποιητικά αγωνιστικότητας και μαχητικότητας μήπως και περιορίσει τη συρρίκωνση του αριθμού των μελών της που παρατηρείται τον εδώ και κάποιον καιρό. Οι πιο θεαματικές ενέργειες -αποκλεισμός δυιλιστηρίων κ.λπ.- οργανώνονται από δραστήριες μειοψηφίες, δίχως να απολαμβάνουν κάποιας ιδιαίτερης ενεργής στήριξης από την πλευρά της κοινωνίας, όπως αντίθετα είχε συμβεί σε ένα βαθμό το 2010 κατά τους αντίστοιχους αποκλεισμούς διυλιστηρίων. Κι έτσι, μετά την σχετική κορύφωση -από άποψη συμμετοχής- κατά τα τέλη του Μαρτίου, τα συνδικάτα δίνουν πλέον εντελώς παραληρηματικές εκδοχές της πραγματικότητας κατά τη γνωστή «μάχη των αριθμών» με την Αστυνομία σχετικά με τα επίπεδα συμμετοχής στην εκάστοτε διαδήλωση[1].

Μόνη, αρχικά, πραγματικά ελπιδοφόρα νότα μέσα σε αυτήν την κατάσταση υπήρξε το κίνημα «Όρθιοι τη Νύχτα». Μια αυτόνομη κινητοποίηση, ανεξάρτητη από τα αριστερίστικα γκρουπούσκουλα που μόνο στη συνέχεια ήρθαν να συμμετάσχουν προκειμένου, ως συνήθως, να καπελώσουν ό,τι μπορούν. Ως προς τη μορφή του, το κίνημα συνέχισε την παράδοση των ισπανών Αγανακτισμένων, του δικού μας Κινήματος των Πλατειών και του αμερικανικού Occupy, με τη μόνη διαφορά πως στη Γαλλία οι πλατείες δεν κατελήφθησαν, μιας και ο κόσμος αποχωρούσε από αυτές τη νύχτα, μετά το πέρας των διαδικασιών, ή είχε την άδεια της Αστυνομίας και των εκάστοτε δημοτικών αρχών.

β) Τα κινήματα-βέτο στη σημερινή ιστορική συγκυρία

Από την άποψη του περιεχομένου και της πολιτικής του «ποιότητας», ωστόσο, το κίνημα αυτό συγκέντρωσε μάλλον τα αρνητικά στοιχεία αυτών των τελευταίων κι ελάχιστα -ή ακόμη και κανένα- από τα θετικά τους. Κατά κύριο λόγο υπήρξε κίνημα των νεαρών διπλωματούχων μεσαίων τάξεων τόσο του δημόσιου όσο και του ιδιωτικού τομέα: καθηγητές της δημόσιας εκπαίδευσης, μέλη του ΜΚΟ σύμπαντος, εργαζόμενοι σε συγκεκριμένες κατηγορίες του ιδιωτικού τομέα (πληροφορική, διαφήμιση κ.λπ.), φοιτητές κ.ο.κ. Ήδη η «ταξική» αυτή διάρθρωση μας βοηθά να καταλάβουμε το κυρίαρχο πολιτιστικό στυλ του κινήματος: εμμονή με τη μηντιακή και ιντερνετική του προβολή, κυριαρχία του -αφελούς- διακηρυκτικισμού εις βάρος της οποιασδήποτε προσπάθειας δημιουργίας στοιχειωδών δομών (όπως είχε, αντίθετα, συμβεί στο Σύνταγμα, με τις διάφορες θεματικές και ομάδες εργασίας) και μια αφελώς σοσιαλδημοκρατική ατζέντα που φανέρωσε κι εδώ ότι κυρίαρχο στοιχείο ήταν οι απογοητευμένοι ψηφοφόροι των Σοσιαλιστών κατά τις προηγούμενες εκλογές. Ταυτόχρονα, η μικρή συμμετοχή λαϊκών στοιχείων (σε αντίθεση με ό,τι συνέβη στην Ελλάδα αλλά και στην Ισπανία) επέτρεψε την πλήρη κυριαρχία αυτού του μεσοαστικού-«χίπικου» προσανατολισμού, του ιδιαιτέρως αποτρεπτικού προς κάθε ριζοσπαστικότερη ή έστω συγκρουσιακότερη εξέλιξη. Θα έλεγε κανείς πως, από ένα σημείο κι έπειτα, το κίνημα εξέφραζε σε μεγάλο βαθμό τις βλέψεις τούτων των πολιτικά ορθώς σκεπτόμενων τριαντάρηδων που νιώθουν προδομένοι από το κράτος που δεν μπορεί πλέον να τους προσφέρει υποτροφίες -σε ό,τι αφορά στους φοιτητές και τους ακαδημαϊκούς ερευνητές- και εγγυήσεις κοινωνικής σταθερότητας και ανόδου, σε επαγγελματικό επίπεδο.

Τουλάχιστον στο Παρίσι και στη Μασσαλία, όπου είχαμε άμεση πρόσβαση, το κίνημα δεν ξέφυγε από αυτά τα χαρακτηριστικά, οδηγούμενο, από ένα σημείο κι έπειτα, στην αιμορραγία. Ακόμη όμως κι αν είχε λάβει από την αρχή μια πιο ριζοσπαστική κατεύθυνση, δε θα απέφευγε την πρόσκρουση στους ανυπέρβλητους περιορισμούς που συναντά μέσα στην παρούσα κοινωνικοϊστορική συνθήκη κάθε αποκλειστικά «αρνητικό» κίνημα, δηλαδή κάθε κίνημα-βέτο, που απλώς στοχεύει στο μπλοκάρισμα κάποιων επιβαλλόμενων πολιτικών. Όπως το είδαμε και στην περίπτωση του ισπανικού, του ελληνικού και του αμερικανικού κινήματος αυτού του είδους οι κινητοποιήσεις, ακόμη κι όταν προσπαθήσουν να εκφράσουν μια ευρύτερη αμεσοδημοκρατική και, ως εκ τούτου, «θετική» πρόταση, γρήγορα προσκρούουν σε έναν οιωνεί ανυπέρβλητο σοσιαλδημοκρατικό ορίζοντα, ο οποίος πιστεύει ότι η ανατροπή των «μέτρων λιτότητας» συνιστά απλώς και μόνο ζήτημα πολιτικής βούλησης κι επιλογής. Μπορεί στην ελληνική περίπτωση αυτοί που πίεζαν προς αυτήν την κατεύθυνση να ήταν κυρίως οι καπελωματικές αριστερίστικες γραφειοκρατίες -μεταξύ των οποίων κι ο αντιπολιτευόμενος, τότε, ΣΥΡΙΖΑ[2]-, ωστόσο μεγάλο μέρος και του «τίμιου» πολιτικά κόσμου δυσκολευόταν να παραδεχτεί πως αυτή η στροφή στη λιτότητα δε συνιστά απλά προϊόν κάποιας κακόβουλης συνωμοσίας του Σόιμπλε και άλλων ολιγαρχικών κύκλων, αλλά αναγκαστική εξέλιξη, που συνιστά συνέπεια κοινωνικών και οικονομικών μετασχηματισμών που πάνε πίσω στη δεκαετία του ’70 (συστηματική αποβιομηχανοποίηση της Δύσης, κατάργηση ρυθμιστικών μηχανισμών των κρατών, περιορισμός των φυσικών πόρων κ.λπ.) και στην πραγματικότητα αντανακλούν βαθύτερες εξελίξεις, όπως αυτές που προσπαθούμε κι εμείς να φωτίσουμε σε ένα κείμενο που δημοσιεύουμε σχετικά με το αγροτικό ζήτημα. Το γεγονός πως οι ευρωπαϊκές ηγεσίες και οι διάφοροι υπερεθνικοί θεσμοί, ελλείψει σοβαρών κοινωνικών κινημάτων, προχωρούν σε αυτό το δημοσιονομικό συμμάζεμα μέσω πολιτικών άγριας λιτότητας, επιβάρυνσης των φτωχών ή μεσαίων στρωμάτων, επωφελούμενες της κρίσης για να αναδιανείμουν τον πλούτο προς όφελος των πιο εύρωστων κοινωνικών τάξεων, μας κάνει συχνά να ξεχνάμε πως δεν πρόκειται εδώ απλώς για ταξική αντεκδίκηση των «από πάνω» και για την επιβολή μιας ακόμη «καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης».

Εντός ενός τέτοιου πλαισίου, κάθε προσπάθεια αντίστασης στις επιβαλλόμενες πολιτικές που δεν προσπαθεί να επεξεργαστεί κάποια συνολική πρόταση εξόδου από τη σημερινή κατάσταση, δεν μπορεί παρά να οδηγείται σε συντριπτικές ήττες. Και φυσικά με «συνολική πρόταση εξόδου» δεν εννοούμε φαντασιοκοπίες τύπου «κομμουνισμός» και «αναρχία», αλλά κάποιο απελευθερωτικό πρόταγμα που θα λαμβάνει υπόψη το θεμελιώδες γεγονός της σπάνης των φυσικών πόρων και της συνακόλουθης αδυναμίας του ανθρώπινου γένους ν’ αυξάνεται και να πληθύνεται απεριόριστα -τόσο από στενά πληθυσμιακή άποψη όσο και (κυρίως) από την άποψη της μεγέθυνσης του οικολογικού του αποτυπώματος επί του πολύπαθου πλανήτη μας. Σε ό,τι μας αφορά, παίρνουμε αφορμή από τις πρόσφατες αγροτικές κινητοποιήσεις στην Ελλάδα -οι οποίες, ακόμη κι αν δεν ήταν στενά συντεχνιακές, πάλι θα εντάσσονταν πλήρως στο περιγραφόμενο σχήμα- προκειμένου να σκιαγραφήσουμε ορισμένες από αυτές τις παραμέτρους. Συνιστά το κείμενό μας «Το αγροτικό ζήτημα και οι ανθρωπολογικές διαστάσεις του στην σημερινή ιστορική συγκυρία» την αρχή μιας συστηματικότερης μας ενασχόλησης με το ζήτημα του ορισμού ενός απελευθερωτικού πολιτικού προτάγματος εντός των σημερινών συνθηκών, στα πλαίσια της γενικότερης γραμμής αποανάπτυξη-τοπικοποίηση.

γ) Όξυνση της καταστολής ή γενικευμένα «μπάχαλα»;

Λογικό, λοιπόν, που μέσα σε αυτό το γενικότερο αδιέξοδο το μόνο ενδεχομένως πραγματικά καινοτόμο στοιχείο της τρέχουσας κατάστασης στη Γαλλία είναι η δυναμική εμφάνιση μιας νέας γενιάς -καταπώς φαίνεται- νεαρών «μπάχαλων» οι οποίοι και πρωταγωνίστησαν στα επεισόδια και στους βανδαλισμούς που τόσο πολύ αναπαρήχθησαν από τα ΜΜΕ. Αν παραδοσιακά στη Γαλλία ο χώρος της «μπαχαλιάδας» κυριαρχείτο από τους «Αυτόνομους» (τους λεγόμενους Τοτό[3]), νεολαιίστικες ομάδες δηλαδή που κινούνται στα πλαίσια του μαρξιστικού «εργατισμού», πλέον πρέπει να έχει αναδυθεί μια νέα γενιά, πολύ λιγότερο πολιτικοποιημένη κι επηρεασμένη κυρίως από τη νεανική-οπαδική κουλτούρα των Antifa ομάδων. Τούτος ο πολιτικά τυφλός φιλονεϊκός λαϊκισμός αφαιρεί από τον «εξεγερσιακό» αυτό χώρο κάθε στοιχείο πολιτικού στοχασμού και κρίσης, οδηγώντας σε τούτα τα πρωτόγνωρα για τη (μη «προαστιακή») Γαλλία φαινόμενα: επιθέσεις σε κάθε είδους «κρατικό» στόχο (από το κτήριο ενός παιδικού νοσοκομείου στο Παρίσι μέχρι τα ποδήλατα και τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα του δήμου που μπορούν να νοικιάζουν οι πολίτες κ.ο.κ.) αλλά και σε μαγαζιά και άλλα σύμβολα της «εμπορευματικής-θεαματικής κοινωνίας». Προφανώς, μακράν του να εκφράζουν κάποια «ριζοσπαστικοποίηση» της νεολαίας, αυτά τα φαινόμενα συνιστούν μέτρο της παρακμής του γαλλικού κοινωνικού κινήματος. Απ’ ό,τι φαίνεται, η αυτοεγκωμιαστική προπαγάνδα που κάνουν υπέρ του ελληνικού αναρχικού Χώρου και των γνωστών του πρακτικών οι διάφοροι αναρχικοί έλληνες φοιτητές στο εξωτερικό έχει δώσει καρπούς. Στο εσωτερικό αυτών των «Αντιφά» ομάδων η Ελλάδα συνιστά ένα είδος πρωτοπορίας, στα πλαίσια μιας εφηβικής αντίληψης περί πολιτικής που συνδέει τις εικόνες των «μπαχάλων» του Δεκεμβρίου του 2008 με την ιδέα περί της Ελλάδας-πειραματόζωου της λιτότητας και χώρας του αντιφασίστα «μάρτυρα» Παύλου Φύσσα.

[France Protests] Κι όπως και στην περίπτωση του «Όρθιοι τη Νύχτα», έτσι κι εδώ έχουμε την ιδιαίτερα χαρακτηριστική σαγήνη που ασκεί η δημοσιότητα κι η μηντιοποίηση στους πρωταγωνιστές αυτών των επεισοδίων. Με ιστοσελίδες όπως το αριστερίστικο Taranisnews.com, που ειδικεύονται στη δημοσιοποίηση κινηματικών βίντεο με συγκρούσεις κι επεισόδια, δίχως τον παραμικρό σχολιασμό, ο ναρκισσισμός της αυτοπαρουσίασης φτάνει στο απόγειο του. Οριακά πλέον κάνει κανείς «μπάχαλα» προκειμένου να τα δει «ανεβασμένα» στο ίντερνετ, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι οργανωμένοι οπαδοί των αθλητικών σωματείων βιντεοσκοπούν κάθε φορά την κερκίδα κάθε αγώνα, προκειμένου να δημοσιοποιήσουν τα σχετικά πλάνα στις ιστοσελίδες τους. Ίσως να μην είναι τυχαίο, εν προκειμένω, το γεγονός πως τέτοιες πρακτικές των λεγόμενων Ultras[4] είχαν αρχίσει εδώ και κάποια χρόνια να διαδίδονται στο «Αντιφά» κίνημα διά της συνεργασίας με τις αντίστοιχες «Αντιφά» μερίδες οργανωμένων οπαδών. Βλέπουμε εδώ πώς οι πιο διαπρύσιοι κατήγοροι της «κοινωνίας του θεάματος» είναι πολύ συχνά βαθιά εμποτισμένοι από αυτή τη λογική που μετατρέπει κάθε πράξη και βίωμα σε «θέαμα».

Ειρήσθω εν παρόδω ότι όλος αυτός ο χαμός που έγινε σχετικά με τους «στρατιωτικούς νόμους στη Γαλλία» και την υποτιθέμενη προσπάθεια επιβολής ολοκληρωτισμού με αφορμή τα χτυπήματα, τόσο του Ιανουαρίου όσο και του Νοεμβρίου του 2015 -ας θυμηθούμε την αφίσα που είχαν κυκλοφορήσει μετά το Σαρλί οι «Αυτόνομοι»-, συνιστά φιάσκο ολκής. Διότι η προσπάθεια του Ολάντ να μεταρρυθμίσει το Σύνταγμα εισάγοντας ένα άρθρο σχετικά με την κατάσταση έκτακτης ανάγκης απέτυχε πανηγυρικά. Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση αποσκοπούσε στο να δώσει συνταγματική κατοχύρωση στις σχετικές αποφάσεις του Προέδρου και της κυβέρνησης. Μέχρι τώρα τις αποφάσεις αυτές τις υποστήριζαν μόνο μερικοί νόμοι, οι οποίοι δε διαθέτουν την αυξημένη ισχύ και το κύρος των συνταγματικών προβλέψεων. Με άλλα λόγια, η συνέχιση ή και, πιθανόν, η μακρόχρονη παγίωση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης είναι εξαιρετικά δύσκολη και βασίζεται στην πολιτική βούληση του κυβερνώντος σχηματισμού, στο γενικότερο πολιτικό κλίμα και στους συσχετισμους ισχύος μέσα στα όργανα κοινοβουλευτικού ελέγχου. Με μια σχετική συνταγματική κατοχύρωση, η καθιέρωση και επιμύκηνσή του θα συνδεόταν με αρμοδιότητες και υποχρεώσεις που απορρέουν από το Σύνταγμα και θα αποκοβόταν από τα σχετικά με το πολιτικό κόστος ζητήματα.

Το ίδιο συνέβη και με την έτερη προσπάθεια του Ολάντ να καθιερώσει την απώλεια της γαλλικής υπηκοότητας στους πολίτες που την κατέχουν λόγω του ότι γεννήθηκαν στη Γαλλία από μη γάλλους γονείς, στην περίπτωση που διαπράξουν σοβαρά εγκλήματα κατά του γαλλικού έθνους. Η συγκεκριμένη πρόβλεψη ισχύει ήδη για όσους πολιτογραφήθηκαν Γάλλοι κάποια στιγμή στη ζωή τους (μπορεί να τους αφαιρεθεί αν διαπράξουν σοβαρά εγκλήματα κατά της Γαλλίας), καθώς και για τους Γάλλους που πήραν την υπηκοότητα ενός άλλου κράτους (επειδή προφανώς δε θεωρούν πλέον ότι ανήκουν στο γαλλικό έθνος). Η υπουργός Δικαιοσύνης, Κριστίν Τομπιρά, παραιτήθηκε, η κοινοβουλευτική ομάδα του Σοσιαλιστικού Κόμματος διακήρυξε πως θα καταψήφιζε τα μέτρα, ενώ το ίδιο έκανε και η δεξιά πλειοψηφία της Γερουσίας. Πώς μπορεί να μιλά κανείς για ολοκληρωτισμό, όταν τις βουλές της εξουσίας τις μπλοκάρουν όχι ένα αλλά δύο ολόκληρα θεσμικά σώματα, αρχικά η Βουλή και στη συνέχεια η Γερουσία, η οποία στη Γαλλία φτιάχτηκε ακριβώς για να δρα ως παράγων συντήρησης και σταθερότητας, που μπλοκάρει κάθε ριζοσπαστική -είτε προς τα αριστερά είτε προς τα δεξιά- νομοθετική παρεκτροπή της Βουλής;

[1] Κατά τις πορείες των πρώτων εβδομάδων του Ιουνίου, για παράδειγμα, τόσο στο Παρίσι όσο και στη Μασσαλία, η διαφορά μεταξύ της εκδοχής της Αστυνομίας, από τη μια πλευρά, κι εκείνης της CGT, από την άλλη, ήταν τόσο πρωτόγνωρα μεγάλη που η συνδικαλιστική ηγεσία σχεδόν γελοιοποιήθηκε για τα υπερβολικά «φουσκωμένα» νούμερα που παρουσίασε στην προσπάθειά της να πείσει ότι το κίνημα δεν φυλλοροεί.

[2] Βλ. Σχετικά και την ανάλυσή μας, «Το Κίνημα των Πλατειών και οι δυσκολίες δημιουργίας ενός δημοκρατικού κινήματος», Πρόταγμα, τ. 3, Δεκέμβριος 2011.

[3] Totos: χαϊδευτικό παρατσούκλι εκ του Autonomes (Οτονόμ) που σημαίνει «Αυτόνομοι» στα γαλλικά.

[4] Μια ιστορικοκοινωνιολογική προσέγγιση των οποίων μπορεί να βρει κανείς στο βιβλίο του S. Louis, Το φαινόμενο των Ultras στην Ιταλία, μτφρ. Β. Γιαννακοπούλου, Αθήνα, Απρόβλεπτες Εκδόσεις, 2011.

[…]

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Έτος

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Έκπτωση Προμηθευτή

Άλλα