ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ ΤΗΣ ΑΘΩΟΤΗΤΑΣ

14,00 

Κατέβαινε την Μπενάκη, σαν για πρώτη φορά, έστριβε την Αραχώβης και στεκόταν στο παλιό ψιλικατζίδικο. Το σπίτι του Λαπαθιώτη κάπου εδώ γύρω, και ο Ρίτσος στα μέσα του ’30 έμενε πιο πάνω, στη Μεθώνης, και, κοίτα να δεις, οι γωνιές των ποιητών καβάντζες τώρα των αστέγων, και τα πρεζόνια μόλις νυχτώσει μπαινοβγαίνουν στο νεοκλασικό με τα ακροκέραμα. Οι προκηρύξεις μπροστά στην εκκλησία, ’73 ήταν αυτό, Φλεβάρη μήνα. “Φτάνει· από τη δική σου ταινία, μητέρα, αυτά”. Η δική μου ταινία; Θα σου πω για κείνο τον Δεκέμβρη, ή μήπως προτιμάς για το κλειστό πια ψιλικατζίδικο – “δεν πάει άλλο, το κλείνουμε αύριο”, της είπε ένα βράδυ ο φίλος του καπνού και των ασήκωτων σε βάρος κυριακάτικων εφημερίδων. Γύρισε προς το τζάμι, τράβηξε το χαρτί “παραδίδονται μαθήματα ελληνικών και αγγλικών, τιμές λογικές”, έστρεψε προς εκείνη και της το έβαλε στο ήδη ανοικτό χέρι της. “Καιρός για αποφάσεις”, μουρμούρισε. Και πάλι πίσω. Το χαρτί και το μολύβι, να μαρκαριστούν οι κούτες και λοιπές συσκευασίες μεταφοράς υλικών, υλικά ζωής, μη αναλώσιμα, όχι τουλάχιστον με τον τρόπο που λιώνουν τα πολυφορεμένα παπούτσια και τα ρούχα που οδεύουν στο παζάρι “δεύτερο χέρι”. Τ’ αναλώσιμα εδώ άλλο σκοπό σιγοψιθύριζαν.
Μικρές ιστορίες της Ιστορίας -αυτής που ποτέ δεν τέλειωσε- εισβάλλουν στο σήμερα: ο μυθικός Ακρίσιος, ο κύριος Έλιοτ και η ξένη στο συνοικιακό συσσίτιο των απόρων, κλειστά μαγαζιά και μετακομίσεις, βαλίτσες γεμάτες όνειρα στα αζήτητα, τα κουμπιά της Αιόλου, τα πορτοκάλια της Δαιδάλου και η σακούλα του Μινιόν, η Γαύδος, το Βερολίνο, το Κατίν και ο Γιούχτας, τα Εξάρχεια – αφηγήσεις να λοξοκοιτούν τις συμπτώσεις, και συμπτώσεις να φορούν μάσκα στις επιθυμίες· το μόνο ίσως που θέλουν, είναι να αφεθούν στην αγάπη της μνήμης και της γραφής. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας

Κωδικός προϊόντος: 9789600515985 Κατηγορία:

Περιγραφή

Κατέβαινε την Μπενάκη, σαν για πρώτη φορά, έστριβε την Αραχώβης και στεκόταν στο παλιό ψιλικατζίδικο. Το σπίτι του Λαπαθιώτη κάπου εδώ γύρω, και ο Ρίτσος στα μέσα του ’30 έμενε πιο πάνω, στη Μεθώνης, και, κοίτα να δεις, οι γωνιές των ποιητών καβάντζες τώρα των αστέγων, και τα πρεζόνια μόλις νυχτώσει μπαινοβγαίνουν στο νεοκλασικό με τα ακροκέραμα. Οι προκηρύξεις μπροστά στην εκκλησία, ’73 ήταν αυτό, Φλεβάρη μήνα. “Φτάνει· από τη δική σου ταινία, μητέρα, αυτά”. Η δική μου ταινία; Θα σου πω για κείνο τον Δεκέμβρη, ή μήπως προτιμάς για το κλειστό πια ψιλικατζίδικο – “δεν πάει άλλο, το κλείνουμε αύριο”, της είπε ένα βράδυ ο φίλος του καπνού και των ασήκωτων σε βάρος κυριακάτικων εφημερίδων. Γύρισε προς το τζάμι, τράβηξε το χαρτί “παραδίδονται μαθήματα ελληνικών και αγγλικών, τιμές λογικές”, έστρεψε προς εκείνη και της το έβαλε στο ήδη ανοικτό χέρι της. “Καιρός για αποφάσεις”, μουρμούρισε. Και πάλι πίσω. Το χαρτί και το μολύβι, να μαρκαριστούν οι κούτες και λοιπές συσκευασίες μεταφοράς υλικών, υλικά ζωής, μη αναλώσιμα, όχι τουλάχιστον με τον τρόπο που λιώνουν τα πολυφορεμένα παπούτσια και τα ρούχα που οδεύουν στο παζάρι “δεύτερο χέρι”. Τ’ αναλώσιμα εδώ άλλο σκοπό σιγοψιθύριζαν.
Μικρές ιστορίες της Ιστορίας -αυτής που ποτέ δεν τέλειωσε- εισβάλλουν στο σήμερα: ο μυθικός Ακρίσιος, ο κύριος Έλιοτ και η ξένη στο συνοικιακό συσσίτιο των απόρων, κλειστά μαγαζιά και μετακομίσεις, βαλίτσες γεμάτες όνειρα στα αζήτητα, τα κουμπιά της Αιόλου, τα πορτοκάλια της Δαιδάλου και η σακούλα του Μινιόν, η Γαύδος, το Βερολίνο, το Κατίν και ο Γιούχτας, τα Εξάρχεια – αφηγήσεις να λοξοκοιτούν τις συμπτώσεις, και συμπτώσεις να φορούν μάσκα στις επιθυμίες· το μόνο ίσως που θέλουν, είναι να αφεθούν στην αγάπη της μνήμης και της γραφής. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Επιμέλεια

Έτος

ISBN

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Άλλα