ΕΚ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΜΟΥ – ΑΘΗΝΑΙΚΗ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΙΑ ΕΝ ΕΤΕΙ 1884 ΕΝ ΕΥΘΥΤΗΤΙ ΚΑΙ ΕΥΣΥΝΕΙΔΗΣΙΑ ΑΛΗΘΟΥΣ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΥ

8,48 

Η μεταγραφή ενός κειμένου εκ της καθαρευούσης στην δημοτική δεν αποτελεί και τόσο συνήθη τεχνική στην ελληνική πεζογραφία. Ίσως από τους πρώτους που πειραματίσθηκαν πάνω σ’ αυτό να είνε ο Μιχαήλ Μητσάκης όταν “από της αρχαιοπρεπούς εκείνης «Θλίψεως του Μαρμάρου» παρήχθη απροσδοκήτως το λαϊκόν αυτό «Παράπονο τον Μαρμάρου»”. Επεξηγώντας ο Μητσάκης το γιατί επεχείρησε “την μικράν αυτήν μετάφρασιν” και “ποία τάχα να είνε η ωφέλεια εκ τούτου” μεταξύ άλλων αναφέρει: “ότι αν τυχόν ανάλογοι τινές δοκιμαί και άλλαι συνέβαινε βαθμη8όν να γίνουν, παρουσιάζοντο δε συγγραφείς παρέχοντες απτά δείγματα, ότι επίσης ευπρεπώς θα ηδύναντο να χειρισθούν, και μάλιστα εις δημιουργικά έργα, και τα δύο υπάρχοντα ιδιώματα, η γνώμη των ανδρών τούτων περί του ποία πρέπει να είνε η φιλολογική γλώσσα ήτις δέον να επικρατήση εν Ελλάδι θα ήτο πιθανώς ή μάλλον σεβαστή και αξία να ακουσθή διότι ούτοι δεν θα έτρεχαν βέβαια τον κίνδυνο να χαρακτηρισθούν ως εξ αδυναμίας και αγνοίας του ενός εξ αυτών προτιμώντες το άλλο ή επί οιουδήποτε τινός παρομοίου λόγου ή συμφέροντος βασίζοντες την προτίμησίν των αλλ’ εξ ειλικρινούς και λελογισμένης μελέτης και πείρας του πράγματος οδηγούμενοι, μόνοι αυτοί αληθώς κατάλληλοι να λαλούν και να κρίνουν περί αυτού”. Περί της διορατικότητας του Μητσάκη δεν θα εκταθούμε άλλο, ωστόσο, κατά τρόπον ανάλογον, το γεγονός και μόνον ότι ο ίδιος ο Παλαμάς μεταγράφει αυτούσιο στη δημοτική το κείμενο του ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΥ και το ενσωματώνει στο βιβλίο “Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου” (1940), προσυπογράφοντας συγχρόνως την ταυτοποίησή του, μάς παρέχει αφ’ ενός την κρίση, την στάση και την συμβολή του ποιητή ως προς το ζήτημα της εθνικής μας διγλωσσίας και αφ’ ετέρου αυτό το παλαμικόν μέτρον σύγκρισης των δύο εν χρήσει ιδιωμάτων καθεαυτό εκπορευόμενον από το πρώιμο χρονογραφικόν του έργον. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Το τραγούδι […] γράφτηκε σε μια πόλη πελοποννησιακή, είναι η Κυπαρισσία, που βρέθηκα να ζήσω λίγους μήνες με μόνη μου απολαβή κάθε δειλινό ένα από τα ωραιότερα ηλιογέρματα που μού δόθηκε να χαρώ […]. Κ’ επειδή ανάφερα την πόλη που βρέθηκα να ζήσω λίγους μήνες, θα είταν καλό να σημειώσω πώς είχα αποπειραθή να επικοινωνήσω στην αρχή με τους ανθρώπους της μέσα σ’ ένα καφενέ. Μα γλήγορα ξαναγύρισα στην ερημική μου σκήτη και δεν με ξαναείδε ο καφενές. Γιατί όσες φορές επήγα εκεί με πλεύρωνε ο Σχολάρχης, αγαθός άνθρωπος από την Ήπειρο. Ήθελε σώνει και καλά να μάθη από μένα, γιατί ο Δαρβίνος πήρε τ’ όνομα πως ανακάλυψε την εξέλιξη ενώ την είχε βρη αιώνες πριν ένας αρχαίος φιλόσοφος. Δεν είχα σκεφθή το ζήτημα και δεν είμουν τότε σε κατάσταση να του απαντήσω πως όσο κι αν δεν γνώριζα τ’ όνομα του αρχαίου που του έκλεψε ο βρετανός τη δόξα, η ανακάλυψη του Σχολάρχη δεν είχε τίποτα το παράξενο και τ’ απροσδόκητο. Γιατί και οι πιο μεγάλες ιδέες δεν γεννιούνται πεταχτά και μονομιάς, αλλά γίνονται, εξελίσσονται, ξαναγυρίζουν, ποτέ απαράλλαχτες αλλά πάντα παραλλαγμένες, μα στην ουσία τους, οι ίδιες. Κ’ εν’ από τα παραδείγματα, ο δαρβινισμός.

Α! τί όμορφα που ανθίζει το καημένο,
και δίχως να ‘χη γλώσσα μυρουδιάς.
Από ντροπή και φλόγα καμωμένο,
βασιλική πορφύρα είναι ντυμένο.
Α! τί όμορφα που ανθίζει το καημένο,
λουλούδι της ροϊδιάς.

Ποιος ξέρει! Κανενός θεού το μάτι,
όταν η γη ουρανού είταν αδερφή,
κι από θεούς καλόβουλους χορτάτη,
θα είδε καμιά ψυχή καημό γιομάτη.
Ποιος ξέρει! Κανενός θεού το μάτι,
καμιάν αγάπη θα ‘νιωσε κρυφή.

Καμιάν αγάπη, καλογριά θαμμένη
μέσα στο μοναστήρι της καρδιάς
χωρίς ποτέ στα χείλη ν’ ανεβαίνη,
και να! ο καλός θεός την ανασταίνει,
απ’ την αγάπη, καλογριά θαμμένη,
και την κάνει λουλούδι της ροϊδιάς.

Κ’ έτσι και ζη και σβύνει, άσβυστη μοίρα,
και δίχως να ‘χει γλώσσα μυρουδιάς,
από ντροπή και φλόγα, βουβή λύρα,
σα ντυμένο βασιλική πορφύρα,
κ’ έτσι και ζης και σβεις άσβυστη μοίρα,
λουλούδι της ροϊδιάς. 15 του Μάη 1882 [Κωστή Παλαμά, “Δυο παλιοτράγουδα”, αντί προλόγου]

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

Κωδικός προϊόντος: 9789606875243 Κατηγορία:

Περιγραφή

Η μεταγραφή ενός κειμένου εκ της καθαρευούσης στην δημοτική δεν αποτελεί και τόσο συνήθη τεχνική στην ελληνική πεζογραφία. Ίσως από τους πρώτους που πειραματίσθηκαν πάνω σ’ αυτό να είνε ο Μιχαήλ Μητσάκης όταν “από της αρχαιοπρεπούς εκείνης «Θλίψεως του Μαρμάρου» παρήχθη απροσδοκήτως το λαϊκόν αυτό «Παράπονο τον Μαρμάρου»”. Επεξηγώντας ο Μητσάκης το γιατί επεχείρησε “την μικράν αυτήν μετάφρασιν” και “ποία τάχα να είνε η ωφέλεια εκ τούτου” μεταξύ άλλων αναφέρει: “ότι αν τυχόν ανάλογοι τινές δοκιμαί και άλλαι συνέβαινε βαθμη8όν να γίνουν, παρουσιάζοντο δε συγγραφείς παρέχοντες απτά δείγματα, ότι επίσης ευπρεπώς θα ηδύναντο να χειρισθούν, και μάλιστα εις δημιουργικά έργα, και τα δύο υπάρχοντα ιδιώματα, η γνώμη των ανδρών τούτων περί του ποία πρέπει να είνε η φιλολογική γλώσσα ήτις δέον να επικρατήση εν Ελλάδι θα ήτο πιθανώς ή μάλλον σεβαστή και αξία να ακουσθή διότι ούτοι δεν θα έτρεχαν βέβαια τον κίνδυνο να χαρακτηρισθούν ως εξ αδυναμίας και αγνοίας του ενός εξ αυτών προτιμώντες το άλλο ή επί οιουδήποτε τινός παρομοίου λόγου ή συμφέροντος βασίζοντες την προτίμησίν των αλλ’ εξ ειλικρινούς και λελογισμένης μελέτης και πείρας του πράγματος οδηγούμενοι, μόνοι αυτοί αληθώς κατάλληλοι να λαλούν και να κρίνουν περί αυτού”. Περί της διορατικότητας του Μητσάκη δεν θα εκταθούμε άλλο, ωστόσο, κατά τρόπον ανάλογον, το γεγονός και μόνον ότι ο ίδιος ο Παλαμάς μεταγράφει αυτούσιο στη δημοτική το κείμενο του ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΟΥ και το ενσωματώνει στο βιβλίο “Τα χρόνια μου και τα χαρτιά μου” (1940), προσυπογράφοντας συγχρόνως την ταυτοποίησή του, μάς παρέχει αφ’ ενός την κρίση, την στάση και την συμβολή του ποιητή ως προς το ζήτημα της εθνικής μας διγλωσσίας και αφ’ ετέρου αυτό το παλαμικόν μέτρον σύγκρισης των δύο εν χρήσει ιδιωμάτων καθεαυτό εκπορευόμενον από το πρώιμο χρονογραφικόν του έργον. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)

Το τραγούδι […] γράφτηκε σε μια πόλη πελοποννησιακή, είναι η Κυπαρισσία, που βρέθηκα να ζήσω λίγους μήνες με μόνη μου απολαβή κάθε δειλινό ένα από τα ωραιότερα ηλιογέρματα που μού δόθηκε να χαρώ […]. Κ’ επειδή ανάφερα την πόλη που βρέθηκα να ζήσω λίγους μήνες, θα είταν καλό να σημειώσω πώς είχα αποπειραθή να επικοινωνήσω στην αρχή με τους ανθρώπους της μέσα σ’ ένα καφενέ. Μα γλήγορα ξαναγύρισα στην ερημική μου σκήτη και δεν με ξαναείδε ο καφενές. Γιατί όσες φορές επήγα εκεί με πλεύρωνε ο Σχολάρχης, αγαθός άνθρωπος από την Ήπειρο. Ήθελε σώνει και καλά να μάθη από μένα, γιατί ο Δαρβίνος πήρε τ’ όνομα πως ανακάλυψε την εξέλιξη ενώ την είχε βρη αιώνες πριν ένας αρχαίος φιλόσοφος. Δεν είχα σκεφθή το ζήτημα και δεν είμουν τότε σε κατάσταση να του απαντήσω πως όσο κι αν δεν γνώριζα τ’ όνομα του αρχαίου που του έκλεψε ο βρετανός τη δόξα, η ανακάλυψη του Σχολάρχη δεν είχε τίποτα το παράξενο και τ’ απροσδόκητο. Γιατί και οι πιο μεγάλες ιδέες δεν γεννιούνται πεταχτά και μονομιάς, αλλά γίνονται, εξελίσσονται, ξαναγυρίζουν, ποτέ απαράλλαχτες αλλά πάντα παραλλαγμένες, μα στην ουσία τους, οι ίδιες. Κ’ εν’ από τα παραδείγματα, ο δαρβινισμός.

Α! τί όμορφα που ανθίζει το καημένο,
και δίχως να ‘χη γλώσσα μυρουδιάς.
Από ντροπή και φλόγα καμωμένο,
βασιλική πορφύρα είναι ντυμένο.
Α! τί όμορφα που ανθίζει το καημένο,
λουλούδι της ροϊδιάς.

Ποιος ξέρει! Κανενός θεού το μάτι,
όταν η γη ουρανού είταν αδερφή,
κι από θεούς καλόβουλους χορτάτη,
θα είδε καμιά ψυχή καημό γιομάτη.
Ποιος ξέρει! Κανενός θεού το μάτι,
καμιάν αγάπη θα ‘νιωσε κρυφή.

Καμιάν αγάπη, καλογριά θαμμένη
μέσα στο μοναστήρι της καρδιάς
χωρίς ποτέ στα χείλη ν’ ανεβαίνη,
και να! ο καλός θεός την ανασταίνει,
απ’ την αγάπη, καλογριά θαμμένη,
και την κάνει λουλούδι της ροϊδιάς.

Κ’ έτσι και ζη και σβύνει, άσβυστη μοίρα,
και δίχως να ‘χει γλώσσα μυρουδιάς,
από ντροπή και φλόγα, βουβή λύρα,
σα ντυμένο βασιλική πορφύρα,
κ’ έτσι και ζης και σβεις άσβυστη μοίρα,
λουλούδι της ροϊδιάς. 15 του Μάη 1882 [Κωστή Παλαμά, “Δυο παλιοτράγουδα”, αντί προλόγου]

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Έτος

ISBN

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Έκπτωση Προμηθευτή

Άλλα