Ο ΚΗΠΟΣ ΤΩΝ ΚΑΚΤΩΝ

10,00 

Ακροβατώντας επιδέξια μεταξύ μοντερνισμού και παράδοσης, ο Ι. Λαδάκης καταθέτει μια ποιητική σύνθεση σε δεκατρία μέρη, εμπνευσμένη από τον αγώνα του ανθρώπου για κατάκτηση της γνώσης του κόσμου – και του ίδιου του εαυτού του.

ΙΙΙ

Μεθυσμένος από το φιλί της νιότης
Ξαγρύπνησε
Παραμιλώντας αστρικές φωτοβολίδες
Κι άλλα τέτοια φουσκωτά λόγια
Προβάλλοντας ξεφλουδισμένα φιλμ
Στους κάκτους του κήπου.

Μεθυσμένος από τις φωνές του μερακιού
Πόθησε
Μια στιγμή διαφορετική από όλες
Μια στιγμή που καρφώνεται, ματιά στο στερέωμα
Και παραμένει για πάντα φλογερά αναλλοίωτη.

Μεθυσμένος από τα χάδια του μεσημεριού
Ερωτεύτηκε
Στο σπασμένο του είδωλο μια ρωγμή
Που ακόμα -άκου, Θε μου!-
Προσπαθεί να ορμήσει στη ζωή
Και να την καταλύσει.

Μεθυσμένος απ’ τα νοθευμένα ποτά της πολιτείας
Κρύφτηκε
Ντύνοντας την ανασφάλειά του με χρυσοποίκιλτα ρούχα
Ορκίζοντας τον εαυτό του να μην κιοτέψει
Παρά μονάχα να ταπεινώσει
Για να υπάρξει.

Νοτισμένος στις άγιες φλεγμονές της ασθένειας
Έπνιξε κάθε οργή
Βουτώντας τα χέρια του σε καυτό λάδι
Μόνο για να σμιλέψει τα χρυσά στεφάνια
Του ανθρώπου.

Ρώτησε μια κρυμμένη όψη
Φλογερή, μέσα στην πνιχτή παγωμάρα της
Για πότε να φεύγει ο καιρός κι η ζωή για πού μακραίνει;

Βαπτισμένος στις γραμμές που κινούνται γύρω του
Αλλόκοτες κι ακατανόητες για όλους
Χόρεψε στις ερωτήσεις του καιρού και των καιρών
Κι άφησε μιαν ανάσα να φτάσει ως τον ουρανό
Για να προκαλέσει τα διωγμένα άστρα
Σε εξέγερση.

Πάρτε τα βρωμερά βλέμματά σας από πάνω μου!

Ξαρμυρισμένοι καπνοί πάνω από τις διαχωριστικές θάλασσες.
Οι μανιασμένοι φονεύουν
Οι φονιάδες βολεύονται
Όλοι ικανοποιημένοι
Παρακολουθούν τις φλόγες που κατασπαράζουν
Τη Ρώμη.
Βουλιάζουν τα σώματα στα κτιστά θεωρεία
Πιπιλίζοντας ένα σπασμένο τηλεχειριστήριο.

Όσο το θέαμα πνίγει
Τόσο ο θεατής θα πνίγεται.

Κλάψε, καρδιά μου, δυνατά
Να φύγουν οι δαιμόνοι
Για μιας στιγμής ανατολή
Ν’ ανοίξουνε οι δρόμοι.
Κάθε μου πίστη να πληγεί
Κάθε σιωπή να λιώσει
Κι όταν μονάχος μου βρεθώ
Το ψέμα ας μαραζώσει.

Φωτιά μου, άνοιξε φτερά
Καρφώσου στις απάτες
Παίξε μου άγρια δοξαριά
Αναπνοή στις μάχες.
Μάχες ποτέ μου δεν ζητώ, ποτέ μου δεν γυρεύω
Μα ειν’ η πάλη ουρλιαχτό κι ο άνθρωπος το αίμα.
Αλλάξτε μου τις αλλαγές, αλλάξτε μου τη λήθη
Λούστε με ψεύτικο κρασί κι αφήστε μου τη νίκη.

Σε κάθε έρμη γειτονιά
Σε καθενός το σπίτι
Ανήμερη ’ναι η ζωή
Τ’ όνειρο ταξιδεύει.
Τοίχοι δεν σθένουν την καρδιά
Ζωνάρια δεν της βάνουν
Των λεύτερων η βούληση
Τον έρωτα μη γιάνουν.

Έχω μια παλιά απορία που συχνά αναμοχλεύεται.
Την κουρδίζω με πούπουλα απ’ το σπίτι του ήλιου
Κι από τον πλάτανο του δρόμου κρύβω τις γυμνές ντροπές της.
Με θράσος βγαίνει στις κυματιστές ρωγμές της γης
Δείχνοντας κάποια μαραμένα σύνορα.
Τι αναρωτιέσαι;
Είναι ο κόσμος, ηλίθιε.

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

Κωδικός προϊόντος: 9786188509085 Κατηγορία:

Περιγραφή

Ακροβατώντας επιδέξια μεταξύ μοντερνισμού και παράδοσης, ο Ι. Λαδάκης καταθέτει μια ποιητική σύνθεση σε δεκατρία μέρη, εμπνευσμένη από τον αγώνα του ανθρώπου για κατάκτηση της γνώσης του κόσμου – και του ίδιου του εαυτού του.

ΙΙΙ

Μεθυσμένος από το φιλί της νιότης 
     Ξαγρύπνησε
Παραμιλώντας αστρικές φωτοβολίδες
Κι άλλα τέτοια φουσκωτά λόγια
Προβάλλοντας ξεφλουδισμένα φιλμ 
Στους κάκτους του κήπου. 

Μεθυσμένος από τις φωνές του μερακιού     
     Πόθησε
Μια στιγμή διαφορετική από όλες
Μια στιγμή που καρφώνεται, ματιά στο στερέωμα
Και παραμένει για πάντα φλογερά αναλλοίωτη. 

Μεθυσμένος από τα χάδια του μεσημεριού
     Ερωτεύτηκε
Στο σπασμένο του είδωλο μια ρωγμή
Που ακόμα -άκου, Θε μου!-
Προσπαθεί να ορμήσει στη ζωή 
Και να την καταλύσει. 

Μεθυσμένος απ’ τα νοθευμένα ποτά της πολιτείας
     Κρύφτηκε
Ντύνοντας την ανασφάλειά του με χρυσοποίκιλτα ρούχα
Ορκίζοντας τον εαυτό του να μην κιοτέψει
Παρά μονάχα να ταπεινώσει
Για να υπάρξει. 

Νοτισμένος στις άγιες φλεγμονές της ασθένειας
     Έπνιξε κάθε οργή
Βουτώντας τα χέρια του σε καυτό λάδι
Μόνο για να σμιλέψει τα χρυσά στεφάνια
Του ανθρώπου. 

     Ρώτησε μια κρυμμένη όψη
     Φλογερή, μέσα στην πνιχτή παγωμάρα της
     Για πότε να φεύγει ο καιρός κι η ζωή για πού μακραίνει;

Βαπτισμένος στις γραμμές που κινούνται γύρω του
     Αλλόκοτες κι ακατανόητες για όλους
Χόρεψε στις ερωτήσεις του καιρού και των καιρών 
Κι άφησε μιαν ανάσα να φτάσει ως τον ουρανό 
Για να προκαλέσει τα διωγμένα άστρα
Σε εξέγερση. 

Πάρτε τα βρωμερά βλέμματά σας από πάνω μου!

Ξαρμυρισμένοι καπνοί πάνω από τις διαχωριστικές θάλασσες.
Οι μανιασμένοι φονεύουν
Οι φονιάδες βολεύονται
     Όλοι ικανοποιημένοι
     Παρακολουθούν τις φλόγες που κατασπαράζουν
     Τη Ρώμη. 
Βουλιάζουν τα σώματα στα κτιστά θεωρεία 
Πιπιλίζοντας ένα σπασμένο τηλεχειριστήριο. 

Όσο το θέαμα πνίγει
Τόσο ο θεατής θα πνίγεται. 

Κλάψε, καρδιά μου, δυνατά 
Να φύγουν οι δαιμόνοι
     Για μιας στιγμής ανατολή
     Ν’ ανοίξουνε οι δρόμοι. 
Κάθε μου πίστη να πληγεί 
Κάθε σιωπή να λιώσει
     Κι όταν μονάχος μου βρεθώ
     Το ψέμα ας μαραζώσει.

Φωτιά μου, άνοιξε φτερά 
Καρφώσου στις απάτες 
Παίξε μου άγρια δοξαριά
Αναπνοή στις μάχες.
     Μάχες ποτέ μου δεν ζητώ, ποτέ μου δεν γυρεύω
     Μα ειν’ η πάλη ουρλιαχτό κι ο άνθρωπος το αίμα. 
     Αλλάξτε μου τις αλλαγές, αλλάξτε μου τη λήθη
     Λούστε με ψεύτικο κρασί κι αφήστε μου τη νίκη. 

Σε κάθε έρμη γειτονιά
Σε καθενός το σπίτι
     Ανήμερη ’ναι η ζωή 
     Τ’ όνειρο ταξιδεύει. 
Τοίχοι δεν σθένουν την καρδιά 
Ζωνάρια δεν της βάνουν
     Των λεύτερων η βούληση 
     Τον έρωτα μη γιάνουν.

Έχω μια παλιά απορία που συχνά αναμοχλεύεται. 
Την κουρδίζω με πούπουλα απ’ το σπίτι του ήλιου
Κι από τον πλάτανο του δρόμου κρύβω τις γυμνές ντροπές της. 
Με θράσος βγαίνει στις κυματιστές ρωγμές της γης
Δείχνοντας κάποια μαραμένα σύνορα.
     Τι αναρωτιέσαι;
Είναι ο κόσμος, ηλίθιε.

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Έτος

ISBN

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Έκπτωση Προμηθευτή

Άλλα