Περιγραφή
“ΝΑ ΜΕΙΝΕΙ”:
Η ώρα μια την νύχτα θάτανε,
ή μιάμισυ.
Σε μια γωνία του καπηλειού·
πίσω απ’ το ξύλινο το χώρισμα.
Εκτός ημών των δυό το μαγαζί όλως διόλου άδειο.
Μια λάμπα πετρελαίου μόλις το φώτιζε.
Κοιμούντανε, στην πόρτα, ο αγρυπνισμένος υπηρέτης.
Δεν θα μας έβλεπε κανείς. Μα κιόλας
είχαμεν εξαφθεί τόσο πολύ,
που γίναμε ακατάλληλοι για προφυλάξεις. […]
(Από την έκδοση)