- 10%

ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ

12,40 

Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα δημοσιεύεται πρώτη φορά σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις, στο διάστημα από 14 Αυγούστου έως και 5 Σεπτεμβρίου του 1893. Στις 13 Αυγούστου του 1893 οι αναγνώστες της εφημερίδας Ακρόπολις διαβάζουν, μεταξύ άλλων, τα εξής σε σημείωμα γραμμένο από τον Βλάση Γαβριηλίδη:
«Είναι ο τίτλος νέου έργου του συνεργάτου της Ακροπόλεως κ. Αλεξ. Παπαδιαμάντη, το οποίον από αύριον αρχίζομεν δημοσιεύοντες. […] Ο Βαρδιάνος δεν είναι συρραφή απελπιστικών εικόνων• είναι διήγημα, έχον μεν βάσιν χολερικάς αναμνήσεις, αλλ’ εξεικονιζομένας υπό του τερπνού και ευθύμου καλάμου του συγγραφέως. Η φιλοσοφία του κ. Παπαδιαμάντη είναι εύθυμος, και αν που εις τον Βαρδιάνον εκτίθεται καμμία εικών λυπηρά, έπεται όμως αμέσως άλλη ευχάριστος, απολαυστική, γελαστή. Εν τω όλω του το νέον διήγημα θα κατακτήσει, είμεθα βέβαιοι, τους αναγνώστας του, και καθ’ ας ημέρας δεν λείπει ο λόγος περί χολέρας, ο Βαρδιάνος θα αποτελέσει εύθυμον αντίρροπον κατά του φόβου και της λύπης ην γεννά η ανάγνωσις των περί των προόδων της φοβεράς νόσου ειδήσεων».
Στο εκτενές —στα όρια της νουβέλας— τούτο διήγημά του, ο κορυφαίος Σκιαθίτης αναφέρεται στην πανδημία της χολέρας του 1865, η οποία εισβάλλει επιθετικά και στην Σκιάθο, μετατρέποντας το άγονο νησάκι του Τσουγκριά σε τόπο καραντίνας. Εκεί προσαράζουν τα καράβια που κουβαλούν τα πλήθη των μολυσμένων ανθρώπων. Γύρω τους, οργιάζει ο εσμός των κρατικών «λειτουργών» και των παντός είδους κουτοπόνηρων μικροαπατεώνων, εκμεταλλευτών του ανθρωπίνου πόνου και θανάτου. Αλλά ταυτοχρόνως —όπως και στις μέρες μας και όπως παντοτινά στα ανθρώπινα πράγματα— βλαστάνουν και τα πρόσωπα της θυσιαστικής προσφοράς και της ολοκληρωτικής αυταπάρνησης. Η θεια-Σκεύω ή Γιαλινίτσα, που οι «μοσχομάγκες» της αγοράς την αποκαλούν περιφρονητικά με το προσωνύμιο «Σαβουρόκοφα», η οποία ντύνεται άντρας φύλακας για να προσπελάσει στο αποκλεισμένον νησί, όπου νοσηλεύεται και ο γιός της Σταύρος, μολυσμένος από την νόσο. Η αγαθή και ευλαβής Γραία, γίνεται παρανάλωμα για να βοηθήσει αρρώστους και ψυχορραγούντες. Ο καλόγερος, πατήρ Νικόδημος, που ευαγγελικά συναισθάνεται την επιταγή να προσφέρει τα πάντα — ό,τι έχει και δεν έχει, μαζί με την προσευχή του. Ο σεμνός, συνεσταλμένος και φιλότιμος — όλο καλωσύνη, αιπόλος Αγκόρτσας με την γκάιντά του. «Κάθε πρόσωπο του Παπαδιαμάντη είναι ολόκληρος κόσμος. Ακόμα και ο παραμικρός πειναλέος ανθρωπίσκος αναμετριέται με τα καλά και τα κακά, με την εντολή του Θεού και την καταστρατήγησή της: εν τέλει με τη ζωή και τον θάνατο. Η γρηα-Σκεύω “πάσχει” από ευαγγελική μωρία. Ανήκει στην χορεία των σαλών γραϊδίων του αγροτοποιμενικού κόσμου, που μέσα από τα βάσανα και τις —ανυπέρβλητες πολλές φορές— δυσκολίες του βίου δεν «ψηλώνει ο νους τους» και ριζώνουν κάθε στιγμή, παρά τους πειρασμούς, στην πέτρα της υπομονής και στο χώμα της αγάπης — γιατί μόνον έτσι μπορούν να υπάρχουν. Επισύρει την λοιδωρία των υπόλοιπων «γλωσσαλγών» γυναικών, γιατί επιμένει στον τρόπο της καλοσύνης και στην αγαθότητα της αλληλεγγύης. Βρίσκεται στο ίδιο εικονοστάσιο με την θεια-Αχτίτσα την Σταχομαζώχτρα —«φ’στάνα» την φώναζαν περιπαικτικά τα παιδιά και αυτόν— και με την θειά την Μαλαμώ, την εθελούσια διακόνισσα των παννυχίδων και των αγρυπνιών στα ξωκκλήσια και τις πανηγύρεις. Κατά μίαν έννοια, η θεια-Σκεύω η Σαβουρόκοφα είναι το αρχετυπικό αντίθετο της Φραγκογιαννούς της Φόνισσας — όπως καίρια επισημαίνει ο Λίνος Πολίτης στην εισαγωγή του στο έργο (εκδόσεις Γαλαξίας, 1968)», τονίζει ο Δημήτρης Κοσμόπουλος στο Επίμετρο της έκδοσης. Και συνεχίζει:
«Εκείνο που μένει στον αναγνώστη είναι η δροσιά ενός παραμυθητικού ίσκιου αγάπης, που αντιμάχεται τον θάνατο και το Κακό. Ένας ίσκιος από «… μονήρες δένδρον, δρυν, εκτοπισθείσα εκεί μακράν των κραταιών συντρόφων της του δρυμόνος, δια να δροσίζει με την σκιάν της τους εν στενοχωρία και αποκλεισμό ταξιδιώτας, τους τελούντας την κάθαρσιν εις το λαζαρέτον. Εκεί υπό την σκιάν εκείνην πολλοί ρεμβασμοί ανειλίχθησαν αοράτως ανερχόμενοι ανά τους χλωρούς κλώνας και την ανήλιον φυλλάδα του μονήρους δένδρου, και πολλοί πόθοι εστάλησαν υπερπόντιοι πέραν εις την χαρίεσσαν πολίχνην με τους λευκούς τοίχους και με τα κυανά παράθυρα και τους κομψούς εξώστας, όπου χαριέσταται βαθύμαλλοι κεφαλαί προέκυπτον συχνά, και όπου γαλανά ή μαύρα όμματα έστελλον κρυφούς έρωτας και γλυκείς ιμέρους υπεράνω του κύματος πέραν του λιμένος». Ίσκιος μεγάλου δέντρου, όπου προστρέχουμε όλοι, ορφανοί και ξεμεινεμένοι.

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

Κωδικός προϊόντος: 9789602293683 Κατηγορία:

Περιγραφή

Ο Βαρδιάνος στα σπόρκα δημοσιεύεται πρώτη φορά σε συνέχειες στην εφημερίδα Ακρόπολις, στο διάστημα από 14 Αυγούστου έως και 5 Σεπτεμβρίου του 1893. Στις 13 Αυγούστου του 1893 οι αναγνώστες της εφημερίδας Ακρόπολις διαβάζουν, μεταξύ άλλων, τα εξής σε σημείωμα γραμμένο από τον Βλάση Γαβριηλίδη:
«Είναι ο τίτλος νέου έργου του συνεργάτου της Ακροπόλεως κ. Αλεξ. Παπαδιαμάντη, το οποίον από αύριον αρχίζομεν δημοσιεύοντες. […] Ο Βαρδιάνος δεν είναι συρραφή απελπιστικών εικόνων• είναι διήγημα, έχον μεν βάσιν χολερικάς αναμνήσεις, αλλ’ εξεικονιζομένας υπό του τερπνού και ευθύμου καλάμου του συγγραφέως. Η φιλοσοφία του κ. Παπαδιαμάντη είναι εύθυμος, και αν που εις τον Βαρδιάνον εκτίθεται καμμία εικών λυπηρά, έπεται όμως αμέσως άλλη ευχάριστος, απολαυστική, γελαστή. Εν τω όλω του το νέον διήγημα θα κατακτήσει, είμεθα βέβαιοι, τους αναγνώστας του, και καθ’ ας ημέρας δεν λείπει ο λόγος περί χολέρας, ο Βαρδιάνος θα αποτελέσει εύθυμον αντίρροπον κατά του φόβου και της λύπης ην γεννά η ανάγνωσις των περί των προόδων της φοβεράς νόσου ειδήσεων».
Στο εκτενές —στα όρια της νουβέλας— τούτο διήγημά του, ο κορυφαίος Σκιαθίτης αναφέρεται στην πανδημία της χολέρας του 1865, η οποία εισβάλλει επιθετικά και στην Σκιάθο, μετατρέποντας το άγονο νησάκι του Τσουγκριά σε τόπο καραντίνας. Εκεί προσαράζουν τα καράβια που κουβαλούν τα πλήθη των μολυσμένων ανθρώπων. Γύρω τους, οργιάζει ο εσμός των κρατικών «λειτουργών» και των παντός είδους κουτοπόνηρων μικροαπατεώνων, εκμεταλλευτών του ανθρωπίνου πόνου και θανάτου. Αλλά ταυτοχρόνως —όπως και στις μέρες μας και όπως παντοτινά στα ανθρώπινα πράγματα— βλαστάνουν και τα πρόσωπα της θυσιαστικής προσφοράς και της ολοκληρωτικής αυταπάρνησης. Η θεια-Σκεύω ή Γιαλινίτσα, που οι «μοσχομάγκες» της αγοράς την αποκαλούν περιφρονητικά με το προσωνύμιο «Σαβουρόκοφα», η οποία ντύνεται άντρας φύλακας για να προσπελάσει στο αποκλεισμένον νησί, όπου νοσηλεύεται και ο γιός της Σταύρος, μολυσμένος από την νόσο. Η αγαθή και ευλαβής Γραία, γίνεται παρανάλωμα για να βοηθήσει αρρώστους και ψυχορραγούντες. Ο καλόγερος, πατήρ Νικόδημος, που ευαγγελικά συναισθάνεται την επιταγή να προσφέρει τα πάντα — ό,τι έχει και δεν έχει, μαζί με την προσευχή του. Ο σεμνός, συνεσταλμένος και φιλότιμος — όλο καλωσύνη, αιπόλος Αγκόρτσας με την γκάιντά του. «Κάθε πρόσωπο του Παπαδιαμάντη είναι ολόκληρος κόσμος. Ακόμα και ο παραμικρός πειναλέος ανθρωπίσκος αναμετριέται με τα καλά και τα κακά, με την εντολή του Θεού και την καταστρατήγησή της: εν τέλει με τη ζωή και τον θάνατο. Η γρηα-Σκεύω “πάσχει” από ευαγγελική μωρία. Ανήκει στην χορεία των σαλών γραϊδίων του αγροτοποιμενικού κόσμου, που μέσα από τα βάσανα και τις —ανυπέρβλητες πολλές φορές— δυσκολίες του βίου δεν «ψηλώνει ο νους τους» και ριζώνουν κάθε στιγμή, παρά τους πειρασμούς, στην πέτρα της υπομονής και στο χώμα της αγάπης — γιατί μόνον έτσι μπορούν να υπάρχουν. Επισύρει την λοιδωρία των υπόλοιπων «γλωσσαλγών» γυναικών, γιατί επιμένει στον τρόπο της καλοσύνης και στην αγαθότητα της αλληλεγγύης. Βρίσκεται στο ίδιο εικονοστάσιο με την θεια-Αχτίτσα την Σταχομαζώχτρα —«φ’στάνα» την φώναζαν περιπαικτικά τα παιδιά και αυτόν— και με την θειά την Μαλαμώ, την εθελούσια διακόνισσα των παννυχίδων και των αγρυπνιών στα ξωκκλήσια και τις πανηγύρεις. Κατά μίαν έννοια, η θεια-Σκεύω η Σαβουρόκοφα είναι το αρχετυπικό αντίθετο της Φραγκογιαννούς της Φόνισσας — όπως καίρια επισημαίνει ο Λίνος Πολίτης στην εισαγωγή του στο έργο (εκδόσεις Γαλαξίας, 1968)», τονίζει ο Δημήτρης Κοσμόπουλος στο Επίμετρο της έκδοσης. Και συνεχίζει:
«Εκείνο που μένει στον αναγνώστη είναι η δροσιά ενός παραμυθητικού ίσκιου αγάπης, που αντιμάχεται τον θάνατο και το Κακό. Ένας ίσκιος από «… μονήρες δένδρον, δρυν, εκτοπισθείσα εκεί μακράν των κραταιών συντρόφων της του δρυμόνος, δια να δροσίζει με την σκιάν της τους εν στενοχωρία και αποκλεισμό ταξιδιώτας, τους τελούντας την κάθαρσιν εις το λαζαρέτον. Εκεί υπό την σκιάν εκείνην πολλοί ρεμβασμοί ανειλίχθησαν αοράτως ανερχόμενοι ανά τους χλωρούς κλώνας και την ανήλιον φυλλάδα του μονήρους δένδρου, και πολλοί πόθοι εστάλησαν υπερπόντιοι πέραν εις την χαρίεσσαν πολίχνην με τους λευκούς τοίχους και με τα κυανά παράθυρα και τους κομψούς εξώστας, όπου χαριέσταται βαθύμαλλοι κεφαλαί προέκυπτον συχνά, και όπου γαλανά ή μαύρα όμματα έστελλον κρυφούς έρωτας και γλυκείς ιμέρους υπεράνω του κύματος πέραν του λιμένος». Ίσκιος μεγάλου δέντρου, όπου προστρέχουμε όλοι, ορφανοί και ξεμεινεμένοι.

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Διαστάσεις 21 × 14 cm
Έτος

Συγγραφέας

Εκδόσεις

Έκπτωση Προμηθευτή

Προμηθευτής