ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ

12,72 

“ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ”:
Ένα μεσημέρι, πέρασε μια ξαδέρφη της και κάτι της είπε.
Πέρασαν και κάμποσες μέρες κι η κοπέλα κάπως δεν ήτανε καλά, όλο στο παραθύρι στέκονταν, ακόμα και τις νύχτες, ώσπου ένα απόγευμα ακούστηκε σ’ όλο το χωριό που έβριζε, γέλαγε κι έλεγε τα χάλια όλα -που τα ‘ξερε και πως τα ‘βγανε απ’ το στόμα-, λόγια που δε μολογιούνται… Οι γυναίκες έμειναν με τα καλαμπόκια στα χέρια: “Για, για…”, τέντωσαν τ’ αυτιά. Καμώθηκε κι η μάνα της· πως ούτε αυτή γνώριζε τη φωνή και τάχα δεν καταλάβαινε από που ακούγονταν όλο τούτο, κι όταν ξωμάκρυνε απ’ τον ξέφλο και τις άλλες, άρχισε να τρέχει σαν να ήταν να σβήσει φωτιά χωρίς νερό, να τρέχει και να παρακαλάει να ‘χει λάθος, λάθος, να μην είναι η κόρη της αυτή. Σαν έφτασε και σήκωσε τα μάτια στο σπίτι, να η κοπέλα -μια Καρυάτιδα- ζόρκα στο παραθύρι! Τρέχει απάνω μ’ ένα σκουτί στα χέρια, να της το ρίξει, σαν να κατσούλωνε πουλί όξω απ’ το κλουβί του, και την τράβηξε στο δωμάτιο.
“Τι έπαθες, μωρή μαύρη και σφάλιαρη, τι έπαθες, μωρή σκασμένη, που να μας φαν τα φίδια… Τσώπα, τσώπα…”, την έριξε στο πάτωμα κι έπεσε κι αυτή αποπάνω. Κι η κοπέλα να κόβει το γέλιο και να θρηνεί σα σκυλί: “…να μη φτάκεις στα στέφανα, που να μη φτάκεις! Να μη φτάκεις να παντρευτείς, μη σώσεις να… αυτηνής το…”, και να λέει τις βρομιές και τα αισχρά όλα και να γελάει πάλι. […] (Από την έκδοση)

Σε απόθεμα (επιπλέον μπορεί να ζητηθεί κατόπιν παραγγελίας)

Κωδικός προϊόντος: 9789608372627 Κατηγορία:

Περιγραφή

“ΠΑΛΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ”:
Ένα μεσημέρι, πέρασε μια ξαδέρφη της και κάτι της είπε. 
Πέρασαν και κάμποσες μέρες κι η κοπέλα κάπως δεν ήτανε καλά, όλο στο παραθύρι στέκονταν, ακόμα και τις νύχτες, ώσπου ένα απόγευμα ακούστηκε σ’ όλο το χωριό που έβριζε, γέλαγε κι έλεγε τα χάλια όλα -που τα ‘ξερε και πως τα ‘βγανε απ’ το στόμα-, λόγια που δε μολογιούνται… Οι γυναίκες έμειναν με τα καλαμπόκια στα χέρια: “Για, για…”, τέντωσαν τ’ αυτιά. Καμώθηκε κι η μάνα της· πως ούτε αυτή γνώριζε τη φωνή και τάχα δεν καταλάβαινε από που ακούγονταν όλο τούτο, κι όταν ξωμάκρυνε απ’ τον ξέφλο και τις άλλες, άρχισε να τρέχει σαν να ήταν να σβήσει φωτιά χωρίς νερό, να τρέχει και να παρακαλάει να ‘χει λάθος, λάθος, να μην είναι η κόρη της αυτή. Σαν έφτασε και σήκωσε τα μάτια στο σπίτι, να η κοπέλα -μια Καρυάτιδα- ζόρκα στο παραθύρι! Τρέχει απάνω μ’ ένα σκουτί στα χέρια, να της το ρίξει, σαν να κατσούλωνε πουλί όξω απ’ το κλουβί του, και την τράβηξε στο δωμάτιο. 
“Τι έπαθες, μωρή μαύρη και σφάλιαρη, τι έπαθες, μωρή σκασμένη, που να μας φαν τα φίδια… Τσώπα, τσώπα…”, την έριξε στο πάτωμα κι έπεσε κι αυτή αποπάνω. Κι η κοπέλα να κόβει το γέλιο και να θρηνεί σα σκυλί: “…να μη φτάκεις στα στέφανα, που να μη φτάκεις! Να μη φτάκεις να παντρευτείς, μη σώσεις να… αυτηνής το…”, και να λέει τις βρομιές και τα αισχρά όλα και να γελάει πάλι. […] (Από την έκδοση)

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Επιμέλεια

Έτος

ISBN

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Άλλα