ΕΝΟΙΚΟΣ ΜΙΑ ΘΗΤΕΙΑ

15,97 

“Ένοικος, II”:
Πολλοί τους είχανε δει με τα μάτια τους τα ίδια, με τα ίδια τους τ’ αφτιά τους είχανε ακούσει. Πολλοί έχουν να πουν πολλά για δαύτους. Και πολλές.
Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Οδυσσέας Γεωργίου. Συνήθως έφτανε πρώτος, σμπαράλια μέσα του από μια σχέση που είχε αρχίσει να σωριάζεται σε ερείπια, μια βομβαρδισμένη σχέση, μια Δουνκέρκη, μια Βαρσοβία φαιή και δίχως τούνελ. Ο Ένοικος ήταν το καταφύγιο του, το θάλπος. Έμπαινε ήδη πιωμένος και ύστερα από κάμποση δουλειά – δούλευε για να μη διαλυθεί, δούλευε για να μη διαλύσει κάναν άλλον, δούλευε για να διαλέγεται με την οδύνη και την τσαντίλα της διαλυμένης σχέσης. Σαν αποτυχημένο μυθιστόρημα είναι μια διαλυμένη σχέση, έλεγε ο Οδυσσέας Γεωργίου, κάθε που περνούσε του Ένοικου το κατώφλι και όδευε καρφί προς την μπάρα. Ο Βαγγέλης δεν τον ρωτούσε τι θα πιει. Ο Βαγγέλης ήξερε. Ο Βαγγέλης χαμογελούσε (το χαμόγελο του Βαγγέλη, το χαμόγελο της Μαριάννας Ελευθερίου, το χαμόγελο του Ευτύχιου Σκυλίτση / χαμόγελα ανθολογίας και τα τρία, ιδανικά, ηδύτατα, χαμόγελα). Ο Βαγγέλης ήξερε, ο Βαγγέλης χαμογελούσε, ο Βαγγέλης άνοιγε με κινήσεις μελωδικές το ιρλανδέζικο ουίσκυ, ο Βαγγέλης γέμιζε το μισό ποτήρι, ο Βαγγέλης το ακουμπούσε μπροστά στον Οδυσσέα, ο Βαγγέλης ακουμπούσε και ένα ποτήρι νερό δίπλα στο ποτήρι με το ιρλανδέζικο, ο Οδυσσέας έπινε την πρώτη γουλιά, η Μεταπολίτευση έσβηνε και δεν ήταν πια Στις Δεκαοχτώ Σοσιαλισμό, δεν ήταν πια Κατσιφάρας Κουτσόγιωργας Κατσαντώνης, κι ο ίδιος δεν ήταν πια βομβαρδισμένη Βαρσοβία, δεν ήταν πια απώλεια και συντριβή, δεν ήταν Μαύρο Τετράγωνο Σε Μαύρο Φόντο, όχι, κάτι αχνόφεγγε, κάτι λαμπύριζε, κάτι ήταν ξανά μαρμαρυγή και ανταύγεια.
Το μπαρ είναι το μοντέρνο τέμενος, έλεγε ο Καρούζος. Άλλοι μιλούσαν για ναό. Ο Ένοικος, θα πει είκοσι χρόνια αργότερα ο Οδυσσέας Γεωργίου, δεν είναι μπαρ, δεν είναι τέμενος, δεν είναι ναός – είναι κονάκι. Άλλες φορές έλεγε γιατάκι.
Σε λίγο θα άρχιζαν να έρχονται οι άλλοι. Ο Γεωργίου άναψε ένα άφιλτρο, αφού το χτύπησε και από τις δύο άκρες στο νύχι του αντίχειρα, και μετά το μύρισε περνώντας το σε slow motion από τη μύτη του. Στο κασετόφωνο, ο Βαγγέλης είχε βάλει το Whisper not.

Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας

Κωδικός προϊόντος: 9789601400 Κατηγορία:

Περιγραφή

“Ένοικος, II”:
Πολλοί τους είχανε δει με τα μάτια τους τα ίδια, με τα ίδια τους τ’ αφτιά τους είχανε ακούσει. Πολλοί έχουν να πουν πολλά για δαύτους. Και πολλές.
Ανοίγει η πόρτα, μπαίνει ο Οδυσσέας Γεωργίου. Συνήθως έφτανε πρώτος, σμπαράλια μέσα του από μια σχέση που είχε αρχίσει να σωριάζεται σε ερείπια, μια βομβαρδισμένη σχέση, μια Δουνκέρκη, μια Βαρσοβία φαιή και δίχως τούνελ. Ο Ένοικος ήταν το καταφύγιο του, το θάλπος. Έμπαινε ήδη πιωμένος και ύστερα από κάμποση δουλειά – δούλευε για να μη διαλυθεί, δούλευε για να μη διαλύσει κάναν άλλον, δούλευε για να διαλέγεται με την οδύνη και την τσαντίλα της διαλυμένης σχέσης. Σαν αποτυχημένο μυθιστόρημα είναι μια διαλυμένη σχέση, έλεγε ο Οδυσσέας Γεωργίου, κάθε που περνούσε του Ένοικου το κατώφλι και όδευε καρφί προς την μπάρα. Ο Βαγγέλης δεν τον ρωτούσε τι θα πιει. Ο Βαγγέλης ήξερε. Ο Βαγγέλης χαμογελούσε (το χαμόγελο του Βαγγέλη, το χαμόγελο της Μαριάννας Ελευθερίου, το χαμόγελο του Ευτύχιου Σκυλίτση / χαμόγελα ανθολογίας και τα τρία, ιδανικά, ηδύτατα, χαμόγελα). Ο Βαγγέλης ήξερε, ο Βαγγέλης χαμογελούσε, ο Βαγγέλης άνοιγε με κινήσεις μελωδικές το ιρλανδέζικο ουίσκυ, ο Βαγγέλης γέμιζε το μισό ποτήρι, ο Βαγγέλης το ακουμπούσε μπροστά στον Οδυσσέα, ο Βαγγέλης ακουμπούσε και ένα ποτήρι νερό δίπλα στο ποτήρι με το ιρλανδέζικο, ο Οδυσσέας έπινε την πρώτη γουλιά, η Μεταπολίτευση έσβηνε και δεν ήταν πια Στις Δεκαοχτώ Σοσιαλισμό, δεν ήταν πια Κατσιφάρας Κουτσόγιωργας Κατσαντώνης, κι ο ίδιος δεν ήταν πια βομβαρδισμένη Βαρσοβία, δεν ήταν πια απώλεια και συντριβή, δεν ήταν Μαύρο Τετράγωνο Σε Μαύρο Φόντο, όχι, κάτι αχνόφεγγε, κάτι λαμπύριζε, κάτι ήταν ξανά μαρμαρυγή και ανταύγεια.
Το μπαρ είναι το μοντέρνο τέμενος, έλεγε ο Καρούζος. Άλλοι μιλούσαν για ναό. Ο Ένοικος, θα πει είκοσι χρόνια αργότερα ο Οδυσσέας Γεωργίου, δεν είναι μπαρ, δεν είναι τέμενος, δεν είναι ναός – είναι κονάκι. Άλλες φορές έλεγε γιατάκι.
Σε λίγο θα άρχιζαν να έρχονται οι άλλοι. Ο Γεωργίου άναψε ένα άφιλτρο, αφού το χτύπησε και από τις δύο άκρες στο νύχι του αντίχειρα, και μετά το μύρισε περνώντας το σε slow motion από τη μύτη του. Στο κασετόφωνο, ο Βαγγέλης είχε βάλει το Whisper not.

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Έτος

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Άλλα