ΕΝ ΛΑΓΚΑΔΑ

12,72 

Γράμματα που φεύγουν, γράμματα που έρχονται, γράμματα που ταξιδεύουν, με παραλήπτη έναν πρωτόμπαρκο ναυτικό. Του γράφουν η μάνα του, η αδερφή, η αγαπημένη κι ο φίλος του, το ’53-’54 και μέσα από την αλληλογραφία, εξελίσσεται η ιστορία, δίνοντας την εικόνα μιας κοινωνίας που χάνεται, των ανθρώπινων σχέσεων, της πολιτικής κατάστασης, των εθίμων, των στοιχείων της καθημερινότητας σ’ ένα ναυτοχώρι της Χίου. Γράμματα που επηρεάζουν τη ζωή και τις αποφάσεις είτε «Εν Λαγκάδα» είτε «Εν πλω».

Η Βίκυ Γεωργούλη για το βιβλίο της:

«Πιάσε, κόρη μου, το νεμπότη, κι άμε να γεμώσεις νερό από τον μπούρμπουλα, κι άμα προκάμεις φροκάλισε την αυλή· ευτό το γιασεμί γεμώζει τον τόπο φρόκαλα και φράζει τα μπούνια».

Έτσι μου ’λεγε η γιαγιά τα καλοκαίρια στο χωριό, τη Λαγκάδα της Χίου, όπου και γεννήθηκα το 1962. Μα εκείνα τα χρόνια εθεωρούσανε οι γονείς πως θα ᾿ναι πιο καλά τα παιδιά τους να μεγαλώνουν στο άστυ, κι έτσι μετακομίσαμε στον Πειραιά. Βαρέως το έφερνα, αν κι εκεί πήγα σχολείο, έκανα φίλους καρδιακούς, δούλεψα, η ψυχή μου, η καρδιά και το μυαλό ήταν στο χωριό, θα γυρίσω πίσω, σκεφτόμουν. Τα καλοκαίρια πρώτη έφτανα για διακοπές και τελευταία έφευγα, η μάνα με τον πατέρα στα καράβια, κι εγώ μεγάλωνα με δυο γιαγιάδες, η μια μ’ έκανε ν’ αγαπήσω τα βιβλία, κι η άλλη τη φύση, τα χωράφια, η μια αυστηρή και δίκαιη, η άλλη: «Μη σκας κόρη μου για τίποτα, έλα πέσε εδωνά, κι αύριο θα σε κάτσω στο γάδαρο να πάμενε στο παναήρι της Παναγιάς». Σπουδές δεν έκανα, δεν ήμουν για τα γράμματα, το σχολικό το διάβασμα με παίδευε πολύ, μόνο να γράφω ήθελα, σκέψεις που από το στόμα δεν έβγαιναν, γλωσσοδέτης τα προφορικά, στο χαρτί όλα πιο εύκολα, σβήνε γράφε. Τα γράμματα, η αλληλογραφία, ήταν για μένα τροφή, τρόπος ζωής από παιδί, εκατοντάδες απ’ αυτά πέρασαν ωκεανούς και βρέθηκαν σε λιμάνια, άλλα πάλι έφταναν Χίο, Εύβοια, Θεσσαλονίκη, εκεί που υπήρχαν φίλοι αγαπημένοι. Να γράφω ήθελα και να δουλεύω με τα χέρια, και τα κατάφερα, μαγαζί ανάλογο διατηρώ στην Χώρα του νησιού, κι αυτό που ονειρευόμουν, αυτό έκανα. Τα γράμματα τούτα τα όφειλα στις γιαγιάδες μου, στον πατέρα και τη μάνα μου, στο χωριό μου, κι ας με συγχωρέσουν για παραλείψεις, φαντασία και υπερβολές, με αγάπη τα έγραψα, μιας και δεν κατάφερα να τους πω ποτέ το σ’ αγαπώ.

Διαθέσιμο κατόπιν παραγγελίας

Κωδικός προϊόντος: 9786185521004 Κατηγορία:

Περιγραφή

Γράμματα που φεύγουν, γράμματα που έρχονται, γράμματα που ταξιδεύουν, με  παραλήπτη έναν πρωτόμπαρκο ναυτικό. Του γράφουν η μάνα του, η αδερφή, η αγαπημένη  κι ο φίλος του, το ’53-’54 και μέσα από την αλληλογραφία, εξελίσσεται η ιστορία, δίνοντας  την εικόνα μιας κοινωνίας  που  χάνεται, των ανθρώπινων σχέσεων, της πολιτικής κατάστασης, των εθίμων, των στοιχείων της καθημερινότητας σ’ ένα ναυτοχώρι της Χίου. Γράμματα που επηρεάζουν τη ζωή και τις αποφάσεις είτε «Εν Λαγκάδα» είτε «Εν πλω».

Η Βίκυ Γεωργούλη για το βιβλίο της:

«Πιάσε, κόρη μου, το νεμπότη, κι άμε να γεμώσεις νερό από τον μπούρμπουλα, κι άμα προκάμεις φροκάλισε την αυλή· ευτό το γιασεμί γεμώζει τον τόπο φρόκαλα και φράζει τα μπούνια».

 Έτσι μου ’λεγε η γιαγιά τα καλοκαίρια στο χωριό, τη Λαγκάδα της Χίου, όπου και γεννήθηκα το 1962. Μα εκείνα τα χρόνια εθεωρούσανε οι γονείς πως θα ᾿ναι πιο καλά τα παιδιά τους να μεγαλώνουν στο άστυ, κι έτσι μετακομίσαμε στον Πειραιά. Βαρέως το έφερνα, αν κι εκεί πήγα σχολείο, έκανα φίλους καρδιακούς, δούλεψα, η ψυχή μου, η καρδιά και το μυαλό ήταν στο χωριό, θα γυρίσω πίσω, σκεφτόμουν. Τα καλοκαίρια πρώτη έφτανα για διακοπές και τελευταία έφευγα, η μάνα με τον πατέρα στα καράβια, κι εγώ μεγάλωνα με δυο γιαγιάδες, η μια μ’ έκανε ν’ αγαπήσω τα βιβλία, κι η άλλη τη φύση, τα χωράφια, η μια αυστηρή και δίκαιη, η άλλη: «Μη σκας κόρη μου για τίποτα, έλα πέσε εδωνά, κι αύριο θα σε κάτσω στο γάδαρο να πάμενε στο παναήρι της Παναγιάς». Σπουδές δεν έκανα, δεν ήμουν για τα γράμματα, το σχολικό το διάβασμα με παίδευε πολύ, μόνο να γράφω ήθελα, σκέψεις που από το στόμα δεν έβγαιναν, γλωσσοδέτης τα προφορικά, στο χαρτί όλα πιο εύκολα, σβήνε γράφε. Τα γράμματα, η αλληλογραφία, ήταν για μένα τροφή, τρόπος ζωής από παιδί, εκατοντάδες απ’ αυτά πέρασαν ωκεανούς και βρέθηκαν σε λιμάνια, άλλα πάλι έφταναν Χίο, Εύβοια, Θεσσαλονίκη, εκεί που υπήρχαν φίλοι αγαπημένοι. Να γράφω ήθελα και να δουλεύω με τα χέρια, και τα κατάφερα, μαγαζί ανάλογο διατηρώ στην Χώρα του νησιού, κι αυτό που ονειρευόμουν, αυτό έκανα. Τα γράμματα τούτα τα όφειλα στις γιαγιάδες μου, στον πατέρα και τη μάνα μου, στο χωριό μου, κι ας με συγχωρέσουν για παραλείψεις, φαντασία και υπερβολές, με αγάπη τα έγραψα, μιας και δεν κατάφερα να τους πω ποτέ το σ’ αγαπώ.

Επιπρόσθετες Πληροφορίες

Συγγραφέας

Έτος

ISBN

Εκδόσεις

Προμηθευτής

Έκπτωση Προμηθευτή