ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΜΕΡΙΚΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ
Η ύπτια θλίψη των πουλιών
η άφωνη αφόπλιση του φωτός απ' την γλώσσα.
Η ύπτια θλίψη των πουλιών
η άφωνη αφόπλιση του φωτός απ' την γλώσσα.
Έξω απ' την πόλη είναι μια μικρή θάλασα από μαύρο μικρό νερό. Σκοτεινή και αλμυρή και αμίλητη σαν θάλασσα. Πικρή και φορητή σαν αγάπη. Και αφόρητη σαν συνάντηση και σαν γλώσσα. Διότι κάθε γλώσσα μοιάζει με μια συνάντηση. Συνάντηση σκοτεινή και υγρή, με κάτι σκοτεινό και υγρό. Και αλμυρό. Που δεν είναι γλώσσα. Και αφόρητο.
Σταμάτησε μόνος. Τώρα στέκεται μόνος. Είναι
μόνος. Και σταμάτησε. Είναι για πρώτη φορά
μόνος.
Μόνος με. Μόνος μαζί. Μαζί με κάτι παράδοξο.
Με κάτι παράταιρο μόνος. Είναι μόνος μ' ένα
άδειο, κενό βλέμμα μόνο.
Επειδή ποτέ δεν ήταν μόνος. Επειδή τώρα το
είδε. Τώρα αρχίζει μόνος. Αρχίζει από εκεί.
Αρχίζει μόνο. Επειδή ποτέ δεν ήταν.
Μόνος είναι μια αδύνατη λέξη.
Πόνος είναι ένα αδύνατο σώμα.
ΕΠΙΔΕΣΜΟΙ ΛΕΥΚΟΙ ΣΤΟ ΣΚΟΤΑΔΙ
Μερικοί στίχοι που σώθηκαν:
Διότι ο θάνατος πρέπει να δελεαστεί για να πιαστεί σε μιας ζωής την άκρη, την ακμή.
Έπλεξε, έστριψε, έκαμψε το σώμα του για να το δουν οι λέξεις και να 'ρθουν. Να το πετύχουν. Το περιέλιξε γύρω από αυτές τις λέξεις. Γύρω απ' τις λέξεις αυτές.
Παγίδεψε τις λέξεις εκεί. Παγίδεψε το σώμα του εκεί. Εφηύρε το σώμα του αλλιώς, ένα ξένο σώμα, που θα έτεμνε, θα έπληττε, θα σπάρασσε το δικό του ακαριαία και κάθετα. Και κατευθείαν. Σαν λέξη. Εκεί. Στο όνειρο αυτού του λουτρού. Σ' αυτού του γυμνού σώματος το όνειρο.